δύσεργος: Difference between revisions
Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau
m (Text replacement - "'Étymologie:''' δυσ-," to "'Étymologie:''' δυσ-,") |
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''δύσεργος:'''<br /><b class="num">1 | |elrutext='''δύσεργος:'''<br /><b class="num">1</b> [[трудно исполнимый]], [[затруднительный]], [[трудный]] ([[εἰσβολή]] Polyb.; [[βοήθεια]] Plut.);<br /><b class="num">2</b> [[с трудом поддающийся обработке]] ([[σίδηρος]] Plut.);<br /><b class="num">3</b> [[с трудом]] (плохо) работающий, вялый (τὸ [[σῶμα]] - acc. Plut.). | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 13:21, 25 November 2022
English (LSJ)
ον, A hard to work, ὕλη Thphr.HP 5.1.1; λίθοι Paus.3.21.4; unfit to be worked, σίδηρος Plu.Lyc.9; hard to manage, ὁπλισμός Id.Flam.8; δ. χρῆσθαι Id.Tim.28; πόλις - οτέρα harder to besiege, Id.Nic.17. 2 hard to effect, difficult, Plb.28.8.3, Ph.1.272 (Sup.); πόλεμος App.Hisp.63 (Sup.); τὸ παραφυλάττειν τὰς ἐξόδους - ότερον J.BJ5.12.1. Adv. -γως, κινηθῆναι Plu.Demetr. 43. II Act., incapable of work, useless, πρός τι App.Syr.16; χεῖμα δ., hiems ignava, Bion Fr.15.5; idle, νωθρὸς καὶ δ. Plu.Alex.33.
Spanish (DGE)
-ον
I 1de cosa difícil de trabajar ὕλη op. εὔεργος Thphr.HP 5.1.1, cf. 5.5.1, 5.2.3, 3.9.3, σίδηρος Plu.Lyc.9, de colmillos de elefante, Philostr.VA 2.13
•fig. difícil de sitiar πόλις δυσεργοτέρα χωρίων Plu.Nic.17.
2 de abstr. difícil, muy trabajoso εἰσβολή Plb.28.8.3, ἀμαθία ... θεραπείαν οὐ δύσεργον ἔχει διδασκαλίαν Ph.1.170, cf. 2.257, πόλεμος App.Hisp.63, τὸ παραφυλάττειν τὰς ἐξόδους δυσεργότερον I.BI 5.496, ἔργον ... παγχάλεπον ... καὶ δύσεργον Plu.2.663e.
II en sent. act.
1 de pers. vago, desidioso νωθρὸς καὶ δ. Plu.Alex.33
•inactivo δύναμις del alma, Plu.2.431f, στρατὸς ... δ. πρὸς ἅπαντα App.Syr.16.
2 de concr. no válido, inútil ὁπλισμός para el cuerpo a cuerpo, Plu.Flam.8, cf. Tim.28, χεῖμα para el trabajo agrícola, Bio Fr.2.5.
III adv. -ως difícil, penosamente κινηθῆναι Plu.Demetr.43, cf. Anthem.54.13.
German (Pape)
[Seite 679] 1) schwer zu bearbeiten, ὕλη Theophr.; schwer auszuführen, schwierig, εἰσβολή Pol. 28, 8; Plut. Symp. 4, 1, 3 neben παγχάλεπος. – 2) träg, unthätig; καὶ νωθρός Plut. Alex. 33; χεῖμα Bion. 6, 5; δυσέργως κινεῖσθαι Plut. Demetr. 43.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
I. difficile à travailler ; qui donne de la peine, difficile;
II. impropre au travail, càd :
1 inhabile au travail, qui travaille avec peine;
2 qui rend le travail difficile.
Étymologie: δυσ-, ἔργον.
Russian (Dvoretsky)
δύσεργος:
1 трудно исполнимый, затруднительный, трудный (εἰσβολή Polyb.; βοήθεια Plut.);
2 с трудом поддающийся обработке (σίδηρος Plut.);
3 с трудом (плохо) работающий, вялый (τὸ σῶμα - acc. Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
δύσεργος: -ον, δυσκατέργαστος, ὕλη Θεόφρ. Ι. Φ. 5. 1, 1· λίθοι Παυσ. 3. 21, 4. 2) ὁ δυσκόλως ἐπιτυγχανόμενος, λίαν δύσκολος, Πολύβ. 28. 8, 3. ΙΙ. ἐνεργ., δυσκόλως ἐργαζόμενος, ὀκνηρός, πρός τι Ἀππ. Συρ. 16· χεῖμα δ., hiems ignava, Βίων 6. 5· ― ἀκατάλληλος πρὸς ἐργασίαν, Πλούτ. Λυκούργ. 8.
Greek Monolingual
δύσεργος, -ον (Α)
1. δυσκολοκατέργαστος
2. ακατάλληλος για κατεργασία
3. δύσχρηστος («δύσεργος οπλισμός»)
4. (για πόλη) αυτή που δύσκολα πολιορκείται
5. δύσκολος
6. αυτός που δύσκολα εργάζεται, τεμπέλης.
Greek Monotonic
δύσεργος: -ον (*ἔργω), αυτός που επεξεργάζεται δύσκολα, δυσκίνητος στην εργασία, νωθρός, σε Πλούτ.