μυριάς: Difference between revisions
Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
m (Text replacement - "down" to "down") |
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''μῡριάς:''' άδος (ᾰδ) ἡ<br /><b class="num">1 | |elrutext='''μῡριάς:''' άδος (ᾰδ) ἡ<br /><b class="num">1</b> [[мириада]], [[десять тысяч]] (μ. ἀνθρώπων Her.): σίτου [[δυοκαίδεκα]] μυριάδες (sc. μεδίμνων) Her. сто двадцать тысяч медимнов хлеба;<br /><b class="num">2</b> (несметное), [[множество]] (μυριάδες ἀναρίθμητοι Plat.).<br />άδος adj. f бесчисленная, несметная ([[φύστις]] Aesch.; μυριάδες πόλεις Eur.). | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 15:05, 25 November 2022
English (LSJ)
άδος, ἡ, Att. gen. pl. A μυριαδῶν Hdn. Gr.1.428:—number of 10,000, myriad, Simon.91, Hdt.2.30, Archim. Aren.3.2, etc.; μ. πρώτη 10,000 and μ. δευτέρα 10,000 times 10,000, Dioph.5.8: freq. of countless numbers, E.Ph.830 (lyr.), etc.; μυριάδες ἐτῶν Phld.Piet.93; of money (sc. δραχμῶν), Ar.Eq.829 (anap.), Plu. Cat.Mi.44; of corn (sc. μεδίμνων), Hdt.3.91, D.20.32; also (sc. ἀρταβῶν), POxy.1259.4 (iii A. D.). II as adjective, φύστις μ. ἀνδρῶν A.Pers.927 (lyr.: sed leg. ταρφύς τις μ.) ; μ. πόλεις E.Rh.913 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 219] άδος, ἡ, unzählbare, große Menge; Aesch. Pers. 891; Eur. Rhes. 913; μυριάσι χειρῶν ἀγόμενοι νεανίδων, Bacch. 744; μυριάδες ἀναρίθμητοι, Plat. Legg. 804 e. – Gew. eine Zahl von zehntausend, daher δέκα μυριάδες = 100000. – Bei Her. 3, 91 ist μεδίμνων zu ergänzen.
French (Bailly abrégé)
άδος (ἡ) :
1 nombre de 10 000, myriade ; particul. quantité de 10 000 médimnes ou drachmes;
2 nombre infini, foule innombrable.
Étymologie: μυρίος.
Russian (Dvoretsky)
μῡριάς: άδος (ᾰδ) ἡ
1 мириада, десять тысяч (μ. ἀνθρώπων Her.): σίτου δυοκαίδεκα μυριάδες (sc. μεδίμνων) Her. сто двадцать тысяч медимнов хлеба;
2 (несметное), множество (μυριάδες ἀναρίθμητοι Plat.).
άδος adj. f бесчисленная, несметная (φύστις Aesch.; μυριάδες πόλεις Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
μῡριάς: -άδος, ἡ, Ἀττ. γεν. πληθ. μυριαδῶν (Χοιροβ. 2. 458)· - ἀριθμὸς 10,000, Ἡρόδ. 2. 30, Σιμων. 150, κτλ.· - συχνάκις ἀορίστως ἐπὶ ἀναριθμήτων ποσῶν, Εὐρ. Φοίν. 830, κτλ.· - ὁσάκις δὲ τά: μυριάς, μυριάδες κεῖνται ἀπολύτως ἐπὶ χρηματικῶν ποσῶν, δέον νὰ ἐξυπακούηται ἡ γεν. πληθ. δραχμῶν, ὡς ἐν Ἀριστοφ. Ἱππ. 829, Πλουτ. Κάτ. Νεωτέρ. 44· ὁσάκις δὲ ἐπὶ σίτου, ἡ γεν. μεδίμνων, ὡς ἐν Ἡροδ. 3. 91, Δημ. 467. 2. ΙΙ. ὡς ἐπίθ., ταρφύς τις μυριὰς ἀνδρῶν Αἰσχύλ. Πέρσ. 927· μυριάδες πόλεις Εὐρ. Ρῆσ. 913.
English (Strong)
from μύριοι; a ten-thousand; by extension, a "myriad" or indefinite number: ten thousand.
English (Thayer)
μυριαδος, ἡ (μυρίος) (from Herodotus down), the Sept. for רְבָבָה and רִבּו;
a. ten thousand: ἀργύριον, 3at the end).
b. plural with the genitive equivalent to an innumerable multitude, an unlimited number (like our myriads), the Latin sexcenti, German Tausend): st); L T δισμυριάδες, which see); used simply, of innumerable hosts of angels: G L Tr put a comma after μυριάσιν); Daniel 7:10.
Greek Monolingual
μυριάς, -άδος, ἡ (ΑΜ)
βλ. μυριάδα.
Greek Monotonic
μῡριάς: -άδος, ἡ,
I. ο αριθμός των 10.000, μυριάδα, σε Ηρόδ. κ.λπ.· αόριστα, για αναρίθμητα νούμερα, ποσά, σε Ευρ.· όταν τα μυριάς, μυριάδες χρησιμ. απολ. για δήλωση χρηματικού ποσού, το δραχμῶν πρέπει να υπονοείται, σε Αριστοφ.· όταν λέγεται για σιτηρά, πρέπει να εννοείται το μεδίμνων.
II. επίθ., ο αποτελούμενος από 10.000, σε Αισχύλ., Ευρ.
Middle Liddell
μῡριάς, άδος,
I. a number of 10, 000, a myriad, Hdt., etc.; indefinitely of countless numbers, Eur.:—when μυριάς, μυριάδες are used absol. of money, δραχμῶν must be supplied, Ar.; when of corn, μεδίμνων, Dem.
II. adj. consisting of 10, 000, Aesch., Eur.
Chinese
原文音譯:mur⋯aj 祕里阿士
詞類次數:名詞(9)
原文字根:一萬
字義溯源:一萬,萬,成萬的,千萬,千,巨大數目,無數的;源自(μύριοι / μυρίος)*=幾萬,意即眾多)
出現次數:總共(9);路(1);徒(2);來(1);猶(1);啓(4)
譯字彙編:
1) 萬(6) 徒19:19; 徒21:20; 啓5:11; 啓5:11; 啓9:16; 啓9:16;
2) 千萬(1) 猶1:14;
3) 成萬的(1) 來12:22;
4) 千(1) 路12:1
English (Woodhouse)
any indefinitely large number, indefinitely large number, ten thousand