παππῷος: Difference between revisions
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2") |
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''παππῷος:'''<br /><b class="num">1 | |elrutext='''παππῷος:'''<br /><b class="num">1</b> (пра)дедовский ([[βίος]] Arph.): παππῷον [[ὄνομα]] Plat. имя деда;<br /><b class="num">2</b> [[установленный предками]] ([[ἔρανος]] Arph.). | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 15:30, 25 November 2022
English (LSJ)
α, ον, = παππικός, βίος Ar.Av.1452; ὄνομα Pl.La.179a, etc.; ἔρανος ὁ λεγόμενος π. the socalled ancestral fund, i. e. the fund contributed by your grandfathers, Ar.Lys.653; τὰν π. προξενίαν Schwyzer 334.6 (Delph., ii B. C.).
German (Pape)
[Seite 466] = παππικός; βίος, Ar. Av. 1452; Lys. 653; ὄνομα, Plat. Lach. 179 a; Is. 3, 50; δόξα, Dem. 10, 73 u. Folgde.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
qui concerne le grand père, d'aïeul ou d'aïeux.
Étymologie: πάππος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παππῷος -α -ον [πάππος] van de grootvader, van de voorouders:. παππῴα... δόξα roem van jouw grootvader Dem. 10.73; π. ἔρανος voorvaderlijke erfenis Aristoph. Lys. 653.
Russian (Dvoretsky)
παππῷος:
1 (пра)дедовский (βίος Arph.): παππῷον ὄνομα Plat. имя деда;
2 установленный предками (ἔρανος Arph.).
Greek (Liddell-Scott)
παππῷος: -α, -ον, = παππικός, βίος Ἀριστοφ. Ὄρν. 1452· ὄνομα Πλάτ. Λάχ. 179Α, κτλ.· π. ἔρανος, ἡ συνεισφορά, ἣν ὥρισαν οἱ πάπποι ἡμῶν, Ἀριστοφ. Λυσ. 653, ἐν ἀναφορᾷ πρὸς τὸ γεγονὸς τὸ μνημονευόμενον παρὰ Θουκ. 1. 96.
Greek Monolingual
-ῴα, -ον, Α
1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει σε παππού («παππῷον ὄνομα», Πλάτ.)
2. φρ. «ἔρανος παππῷος» — συνεισφορά που ορίστηκε από τους πάππους, από τους προγόνους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάππος + κατάλ. -ῷος (πρβλ. μητρ-ώος)].
Greek Monotonic
παππῷος: -α, -ον, αυτός που ανήκει ή προέρχεται από τους παππούδες κάποιου, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
παππῷος, η, ον
of or from one's grand-fathers, Ar.