ἀπόνοια: Difference between revisions
ἡδονήν, μέγιστον κακοῦ δέλεαρ → pleasure, the greatest incitement to evildoing | pleasure, a most mighty lure to evil | pleasure, the great bait to evil
m (Text replacement - "Ggstz " to "<span class="ggns">Gegensatz</span> ") |
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἀπόνοια:''' ἡ<br /><b class="num">1 | |elrutext='''ἀπόνοια:''' ἡ<br /><b class="num">1</b> [[безрассудство]], [[безумие]] Dem., Polyb., Plut., Luc.;<br /><b class="num">2</b> [[потеря самообладания]], [[отчаянность]] Thuc., Polyb., Plut. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 17:50, 25 November 2022
English (LSJ)
ἡ, (νοῦς] A loss of all sense, 1 of fear and hope, desperation, εἰς ἀ. καταστῆσαί τινα to make one desperate, Th.1.82,7.67, cf. Nicol.Com.1.43, Plb.2.35.2, D.H.6.23. 2 of right perception, madness, D.18.249, 25.32, Phld.Lib.p.110., PGiss.8.7.8 (ii A.D.), Alciphr.1.3: in plural, Plb.1.70.5. 3 rebellion, ἀ. καὶ στάσις Antig. ap.Heph.Astr.2.18.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
1 desesperación ἐς ἀπόνοιαν καταστήσαντας αὐτούς Th.1.82, cf. 7.67, Nicol.Com.1.43, Thphr.Char.6.1, μὴ πρὸς ἀπόνοιαν τράπωνται D.H.6.23, del demonio εἰς ἀπόνοιαν ἐμπεσεῖν Chrys.Thdr.17.53
•ἡ Ἀ. Desesperación n. dado a un decreto votado por los focenses, Plu.2.244d.
2 locura, insensatez D.18.249, 25.32, Hyp.Lyc.5, Phld.Lib.p.11, POxy.237.6.17 (II d.C.), PGiss.87.8 (II d.C.), PAmh.84.24 (II/III d.C.), PLips.119.14 (III d.C.), PTeb.424.4 (III d.C.).
3 temeridad, atrevimiento ἀ. καὶ τόλμα Plb.2.35.2, 33.10.6, τῶν πολεμίων Plb.1.82.1, τῶν πλεόντων Alciphr.1.3.2, de los herejes, Gr.Naz.Ep.125
•arrogancia, insolencia τῶν ἐργαστηριαρχῶν IEphesos 215.16 (I/II d.C.), del pecado de los ángeles, Chrys.M.62.470 (bis), cf. 58.625B.
4 rebelión ἀ. καὶ στάσις Antig.Nic. en Heph.Astr.2.18.24.
German (Pape)
[Seite 317] ἡ, Verzweiflung, εἰς ἀπόνοιαν καταστῆσαί τινα, zur V. bringen, Thuc. 1, 82; Wahnsinn, Unsinn, bes. sittliche Verworfenheit, vgl. Theophr. Char. 6; Din. 1, 82; Gegensatz λογισμὸς καὶ αἰδώς Detn. 25, 32; Pol. 1, 70: Luc. Nigr. 23. Auch verzweifelter Muth, Pol. 1, 82 u. öfter; wie Plut. Cic. 31, der Alc. 13 ἀναισχυντία καὶ ἀπ. der εὐτολμία καὶ ἀνδρεία entgegensetzt.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
absence de raison :
1 désespoir;
2 fol emportement;
3 folle témérité.
Étymologie: ἀπό, νόος.
Russian (Dvoretsky)
ἀπόνοια: ἡ
1 безрассудство, безумие Dem., Polyb., Plut., Luc.;
2 потеря самообладания, отчаянность Thuc., Polyb., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπόνοια: ἡ, (νοῦς) ἔλλειψις πάσης αἰσθήσεως. 1) φόβου καὶ ἐλπίδος, ἀπόγνωσις, εἰς ἀπ. καταστῆσαί τινα Θουκ. 1. 82., 7. 67: ἀνταρσία, Σωζομ. 6. 37, 15, κ. ἀλλ. 2) ἔλλειψις πάσης ὀρθῆς ἀντιλήψεως, ἔκστασις φρενῶν, παραφροσύνη, Λατ. dementia, Δημ. 310. 9, 779. ἐν τέλ.: ― ἐν τῷ πληθ. Πολύβ. 1. 70, 5.
Greek Monolingual
ἀπόνοια, η (Α) νους
1. απόγνωση, απελπισία
2. παράνοια, παραφροσύνη.
Greek Monotonic
ἀπόνοια: ἡ, έλλειψη κάθε συναίσθησης, λέγεται·
1. για φόβο, απελπισία, απόγνωση· εἰς ἀπόνοιαν καταστῆσαί τινα, οδηγώ κάποιον στην απόγνωση, σε Θουκ.
2. για την έλλειψη ορθής αντίληψης, παράνοια, παραφροσύνη, Λατ. dementia, σε Δημ.
Middle Liddell
ἀπονοέομαι
loss of all sense,
1. of fear, desperation, εἰς ἀπ. καταστῆσαί τινα to make one desperate, Thuc.
2. of right perception, madness, Lat. dementia, Dem.