ἐπισυνάπτω: Difference between revisions

From LSJ

πάντες ἄνθρωποι τοῦ εἰδέναι ὀρέγονται φύσει → all men naturally desire knowledge

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἐπισυνάπτω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[связывать]], [[завязывать]] (τί τινι Polyb.);<br /><b class="num">2)</b> [[присоединять]]: ἐ. περί τινος Sext. добавить (несколько слов) о чем-л.;<br /><b class="num">3)</b> [[завязывать]], [[начинать]] (μάχην τινί Diod.; πόλεμον Plut.).
|elrutext='''ἐπισυνάπτω:'''<br /><b class="num">1</b> [[связывать]], [[завязывать]] (τί τινι Polyb.);<br /><b class="num">2</b> [[присоединять]]: ἐ. περί τινος Sext. добавить (несколько слов) о чем-л.;<br /><b class="num">3</b> [[завязывать]], [[начинать]] (μάχην τινί Diod.; πόλεμον Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 18:25, 25 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπισυνάπτω Medium diacritics: ἐπισυνάπτω Low diacritics: επισυνάπτω Capitals: ΕΠΙΣΥΝΑΠΤΩ
Transliteration A: episynáptō Transliteration B: episynaptō Transliteration C: episynapto Beta Code: e)pisuna/ptw

English (LSJ)

A join on, subjoin, attach, τί τινι Hp.Art.71, Plb. 3.2.8, Phld.Vit.p.43 J., cf. D.H.1.87, etc.; add, περί τινος S.E.M.1.120:—Pass., (λέξεις)A.D.Synt.6.28. 2 = συνάπτειν, μάχην τινί D.S. 14.94. 3 c. dat., assist, promote, τῷ τάχει Ph.Bel.69.8. II Med., link oneself with, τινί Eustr.in EN6.18.

German (Pape)

[Seite 987] noch daran fügen, damit verbinden, hinzusetzen, Pol. 3, 2, 8; ἐπισυναπτέον, S. Emp. adv. phys. 2, 20; μάχην τινί, Jemandem eine Schlacht liefern, D. Sic. 14, 94; πόλεμον, Krieg veranlassen, Plut. Cam. 18.

French (Bailly abrégé)

joindre avec, adapter à ; fig. rattacher à.
Étymologie: ἐπί, συνάπτω.

Russian (Dvoretsky)

ἐπισυνάπτω:
1 связывать, завязывать (τί τινι Polyb.);
2 присоединять: ἐ. περί τινος Sext. добавить (несколько слов) о чем-л.;
3 завязывать, начинать (μάχην τινί Diod.; πόλεμον Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπισυνάπτω: ὡς καὶ νῦν, συνάπτω, προσαρτῶ τι εἴς τι, οἷς ἐπισυνάψομεν τὰς περὶ τὴν Αἴγυπτον ταραχὰς Πολύβ. 3. 2, 8· κάμνω τι νὰ ἐξαρτᾶται, τι ἀπό τινος Διον. Ἁλ. 1. 87· προσθέτω, τι περί τινος Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 120. 2) = συνάπτω, ἐπισυνάπτειν μάχην τινὶ Διόδ. 14. 94, πρβλ. Πλουτ. Κάμιλλ. 18. ΙΙ. συνορεύω, ἔρχομαι ἀμέσως κατόπιν, Φωτ. Βιβλ. 458. 30.

Greek Monolingual

(AM ἐπισυνάπτω) συνάπτω
προσθέτω, συνάπτω σε κάτι
νεοελλ.
1. συνδέω, προσαρτώ (και συνήθως κλείνω στον ίδιο φάκελο) έγγραφο, επιταγή, σημείωμα, σχέδιο κ.λπ. σε επιστολή, αίτηση ή διαβιβαστικό έγγραφο
2. υποβάλλω πιστοποιητικό, έγγραφο κ.λπ. συνημμένο σε αίτηση, επιστολή κ.λπ.
αρχ.-μσν.
1. συνάπτω μάχη, συγκρούομαι
2. ακολουθώ αμέσως, κατόπιν
αρχ.
κρεμώ κάτι από κάτι.

Greek Monotonic

ἐπισυνάπτω: μέλ. -ψω, αναζωπυρώνω τον πόλεμο, σε Πλούτ.

Middle Liddell

fut. ψω
to renew a war, Plut.