ὑποικουρέω: Difference between revisions
ἕτερος ἐξ ἑτέρου σοφός τό τε πάλαι τό τε νῦν → one gets his skill from another, now as in days of old
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ὑποικουρέω:'''<br /><b class="num">1 | |elrutext='''ὑποικουρέω:'''<br /><b class="num">1</b> [[обитать внутри]], [[таиться]] (ἐν τῇ ψυχῇ Luc.): ὑποικουρουμένη [[ὀργή]] Polyb. затаенный гнев; [[ἀμορφία]] ὑποικουροῦσα Luc. внутреннее безобразие;<br /><b class="num">2</b> [[закрадываться]], [[прокрадываться]]: [[νόσος]] ὑποικούρησεν αὐτούς Plut. мало-помалу болезнь охватила их (всех);<br /><b class="num">3</b> [[склонять на свою сторону]], [[сманивать]], [[мутить]] (τὴν στρατιάν Plut.);<br /><b class="num">4</b> [[подкупать]] (χρήμασι τοὺς ἄρχοντας Plut.);<br /><b class="num">5</b> [[интриговать]], [[втайне затевать]] (τι Arph.). | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 18:50, 25 November 2022
English (LSJ)
A keep house, stay at home, Ael.NA11.32: metaph., κακὸν ὑ. ἐν τῇ ψυχῇ lurks, lies hidden, Luc.Abd.6; ἢν μὴ ὑποικουρέωσι φλεγμοναί Aret. CA2.3; especially in part., ἀμορφία ὑποικουροῦσα Luc.Gall.24; μῖσος τὸ ὑποικουροῦν J.AJ17.5.5, cf. D.S.31.17. II trans., engage in or plot underhand, ἃ . . -εῖτε τοῖσιν ἀνδράσιν Ar.Th.1168, cf. Plu.Pomp.42:—Pass., ὑποικουρουμένη ὀργή anger secretly cherished, Plb.4.49.4, cf. 3.11.3: τὰ -ημένα the plot, intrigue, Ph.2.202. 2 c. acc. pers., work secretly upon, τὴν στρατιάν Plu.Luc.34; χρήμασι πολλοὺς ἄρχοντας Id.Pomp.58; νόσος ὑ. αὐτούς crept in among them, Id.Cam.28. 3 abs., intrigue, Id.Oth.3.
German (Pape)
[Seite 1218] 1) zu Hause bleiben, das Haus hüten, sich im Hause verborgen halten, übh. sich worunter verbergen, verstecken, ὑποικουρουμένης παρ' αὐτῷ τῆς ὀργῆς Pol. 4, 29, 7; auch ὑποικουροῦσαν ἀσπίδα, sc. τῇ γῇ, Ael. H. A. 2, 32; Luc. Gall. 24. – 2) sich bei Einem einschleichen, νόσος ὑποικούρησεν αὐτούς Plut. Cam. 28; heimlich bei ihm Einfluß gewinnen, auch Einen aufwiegeln, Plut. Oth. 3 Lucull. 34; χρήμασιν καὶ διαφθείρειν Pomp. 58. – Aber Ar. Thesm. 1168 ἃ νῦν ὑποικουρεῖτε, τοῖσιν ἀνδράσιν διαβαλῶ ist = heimlich ersinnen, Schol. λάθρα ποιεῖτε.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 se tenir caché dans sa maison ; être caché sous ou dans;
2 s'introduire secrètement, s'insinuer dans, acc. ou εἰς et l'acc. ; chercher à corrompre, à débaucher : τὴν στρατιάν PLUT l'armée.
Étymologie: ὑπό, οἰκουρέω.
Russian (Dvoretsky)
ὑποικουρέω:
1 обитать внутри, таиться (ἐν τῇ ψυχῇ Luc.): ὑποικουρουμένη ὀργή Polyb. затаенный гнев; ἀμορφία ὑποικουροῦσα Luc. внутреннее безобразие;
2 закрадываться, прокрадываться: νόσος ὑποικούρησεν αὐτούς Plut. мало-помалу болезнь охватила их (всех);
3 склонять на свою сторону, сманивать, мутить (τὴν στρατιάν Plut.);
4 подкупать (χρήμασι τοὺς ἄρχοντας Plut.);
5 интриговать, втайне затевать (τι Arph.).
Greek (Liddell-Scott)
ὑποικουρέω: οἰκουρῶ, μένω οἴκοι, κατοικῶ ἐντός, Αἰλ. π. Ζῴων 11. 32. - μεταφορ., κακὸν ὑπ. ἐν τῇ ψυχῇ, μένει κεκρυμμένον ἐντός, ὑπολανθάνει ὑπάρχον ἐν αὐτῇ, Λουκ. Ἀποκηρυττ. 6· μάλιστα ἐν τῇ μετοχῇ, ἀμορφία ὑποικουροῦσα ὁ αὐτ. ἐν Ὀνείρῳ ἢ Ἀλεκτρ. 24· μῖσος τὸ ὑποικουροῦν Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 17. 5, 5, πρβλ. Διοδ. Ἀποσπ. 583. 32. ΙΙ. μεταβ., τηρῶ, φυλάττω κρυφίως, ἀσχολοῦμαι εἴς τι, ἢ μηχανῶμαι, παρασκευάζω κρυφίως, ἃ νῦν ὑποικουρεῖτε, «ἃ ποιοῦσαι ὑποικουρεῖτε» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Θεσμ. 1168, πρβλ. Πλουτ. Πομπ. 42. - Παθ., ὑποικουρουμένη ὀργή, κρυφίως ὑποτρεφομένη, Πολύβ. 4. 49, 4, πρβλ. 3. 11, 3. 20 μετ’ αἰτ. προσ., μυστικῶς ἐπιδρῶ ἐπί τινος, ὑποκούρει τὴν Φιμβριανὴν στρατιὰν καὶ παρώξυνε κατὰ τοῦ Λουκούλλου Πλουτ. Λούκουλλ. 34· τοὺς στρατιώτας χρήμασιν ὑπ. καὶ διαφθείρειν ὁ αὐτ. ἐν Πομπ. 58· νόσος ὑπ. αὐτούς, εἰσεχώρησεν, εἰσέδυ μεταξὺ αὐτῶν, ὁ αὐτ. ἐν Καμίλλῳ 28. 3) ἀπολ., μηχανῶμαι δόλους, δολιεύομαι, ὁ αὐτ. ἐν Ὄθ. 3.
Greek Monotonic
ὑποικουρέω: μέλ. -ήσω,
I. μένω στο σπίτι λόγω ασθένειας, μένω στο σπίτι, κατοικώ μέσα σ' αυτό· μεταφ., κρύβομαι, καραδοκώ, παραμονεύω, είμαι, παραμένω κρυμμένος, σε Λουκ.
II. 1. μτβ. μπλέκω σε, συμμετέχω σε, ασχολούμαι με ή συνωμοτώ στα κρυφά, σε Πλούτ.
2. με αιτ., προσ., επιδρώ, επηρεάζω μυστικά, στον ίδ.· νόσος ὑποικουρέω αὐτούς, διείσδυσε ανάμεσά τους, στον ίδ.
Middle Liddell
fut. ήσω
I. to keep the house, stay at home: — metaph. to lurk, lie hidden, Luc.
II. trans. to engage in or plot underhand, Plut.
2. c. acc. pers. to work secretly upon, Plut.; νόσος ὑπ. αὐτούς crept in among them, Plut.