ὑδαρής: Difference between revisions

From LSJ

κακῶν θάλατταν ὁ κακὸς ἄνθρωπος φέρει → the evil man brings a sea of evils

Source
m (Text replacement - "Ggstz " to "<span class="ggns">Gegensatz</span> ")
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ὑδᾰρής:''' (ῠ)<br /><b class="num">1)</b> [[водянистый]], [[разжиженный]] (ἰχῶρες Arst.; [[αἷμα]] Plut.); разбавленный водой ([[οἶνος]] Xen., Plut.);<br /><b class="num">2)</b> перен. [[водянистый]], [[бледный]], [[бесцветный]] ([[ὄμμα]] Arst.);<br /><b class="num">3)</b> [[пресный]], [[безвкусный]] ([[μῦθος]] Arst.);<br /><b class="num">4)</b> [[притворный]], [[холодный]] ([[φιλότης]] Aesch.; [[φιλία]] Arst.).
|elrutext='''ὑδᾰρής:''' (ῠ)<br /><b class="num">1</b> [[водянистый]], [[разжиженный]] (ἰχῶρες Arst.; [[αἷμα]] Plut.); разбавленный водой ([[οἶνος]] Xen., Plut.);<br /><b class="num">2</b> перен. [[водянистый]], [[бледный]], [[бесцветный]] ([[ὄμμα]] Arst.);<br /><b class="num">3</b> [[пресный]], [[безвкусный]] ([[μῦθος]] Arst.);<br /><b class="num">4</b> [[притворный]], [[холодный]] ([[φιλότης]] Aesch.; [[φιλία]] Arst.).
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 18:55, 25 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑδᾰρής Medium diacritics: ὑδαρής Low diacritics: υδαρής Capitals: ΥΔΑΡΗΣ
Transliteration A: hydarḗs Transliteration B: hydarēs Transliteration C: ydaris Beta Code: u(darh/s

English (LSJ)

ές, (ὕδωρ) A watery, ὑδαρὲς διαχωρεῖν Hp.Prog.11; ἰχῶρες Arist.HA586b33, etc. 2 mostly of wine, mixed with too much water, ὑδαρἦ 'νέχεέν σοι;—παντάπασι μὲν οὖν ὕδωρ Pherecr. 70, cf. Hp. Aër.9 (Sup.), X.Lac.1.3, Alex.226, 230, Gal.6.272 (Comp.); κεράννυται οὔθ' ὑδαρὲς οὔτ' ἄκρατον Antiph. 24; κυλίκιον ὑ. Lyc.Fr.2: metaph., τὸ χρύσιον κέρναν ὐδαρέστερον, i.e. mix with a higher proportion of alloy, IG12(2).1.14 (Mytil., iv B. C.). 3 metaph., washy, feeble, languid, ὑδαρεῖ σαίνειν φιλότητι A.Ag.798 (anap.); φιλία Arist.Pol.1262b15; μῦθος Id.Po.1462b7; ὑ. καὶ ψυχρὸς λόγος D.H.Din. 11. II of colour, watery, pale grey, ὄμμα προβάτων Arist.GA779a32. III of taste, insipid, as plums, Thphr.HP1.12.1.

German (Pape)

[Seite 1172] ές, wässerig, durch Wasser verdünnt, verfälscht; eigtl. vom Weine, Gegensatz ἄκρατος, Antiphan. bei Ath. V, 441 b; Xen. Lac. 1, 3; Arist. H. A. 7, 12; dah. übertr., geschwächt, oder falsch, verstellt, φιλότης Aesch. Ag. 772.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
mélangé d’eau, càd faible (vin).
Étymologie: ὕδωρ.

Russian (Dvoretsky)

ὑδᾰρής: (ῠ)
1 водянистый, разжиженный (ἰχῶρες Arst.; αἷμα Plut.); разбавленный водой (οἶνος Xen., Plut.);
2 перен. водянистый, бледный, бесцветный (ὄμμα Arst.);
3 пресный, безвкусный (μῦθος Arst.);
4 притворный, холодный (φιλότης Aesch.; φιλία Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

ὑδαρής: -ές, γεν. έος· (ὕδωρ)· - «νερουλός», διαχώρημα Ἱππ. Προγν. 40· καταμήνια ὑδαρέστερα Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 40. 1. 16· ἰχῶρες αὐτόθι 7. 9, 2, κλπ. 2) ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐπὶ οἴνου μεμιγμένος μετὰ πολλοῦ ὕδατος, «νερωμένος», ὑδαρῆ ’νέχεέν σοι; - παντάπασι μὲν οὖν ὕδωρ Φερεκράτ. ἐν «Κοριαννοῖ» 4, πρβλ. Ἱππ. π. Ἀέρ. 286, Ξεν. Λακ. 1, 3, Ἄλεξις ἐν «Τίτθῃ» 1, ἐν «Τοκιστῇ» 1· κεράννυται οὔθ’ ὑδαρὲς οὔτ’ ἄκρατον Ἀντιφάν. ἐν «Ἀκοντιζομένῃ» 1. 4· ὑδ. κυλίκιον Λυκόφρ. ὁ Χαλκιδεὺς παρ’ Ἀθην. 420C. - Ἐπίρρ., οἶνος ὑδαρῶς συγκεκραμένος Μοσχίων· - ἴδε κιρνάω ἐν τέλ. 3) μεταφορ., ἀδύνατος, χαλαρός, ὑδαρεῖ σαίνειν φιλότητι Αἰσχύλ. Ἀγ. 798 φιλία Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 4, 7 μῦθος ὁ αὐτ. ἐν Ποιητ. 26, 13· τὸ ὑδ. τοῦ φρονήματος Κλήμ. Ἀλ. 184. ΙΙ. ἐπὶ χρώματος, ὑδατόχρους, ὠχρός, ὄμμα προβάτων Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 5. 1, 17.

Greek Monolingual

-ές / ὑδαρής, -ές, ΝΜΑ ὕδωρ, -ατος]
υδατώδης, ρευστός, νερουλός (α. «υδαρής ουσία» β. «καταμήνια ὑδαρέστερα», Αριστοτ.)
αρχ.
1. (για κρασί) αναμεμιγμένος με νερό, νερωμένος
2. (κυρίως για δαμάσκηνα) άνοστος
3. (για το χρώμα της επιδερμίδας) ωχρός
4. μτφ. i) εξασθενημένος, αδύναμος
ii) προσποιητός.
επίρρ...
ὑδαρῶς ΜΑ
1. με ανάμιξη νερού
2. με χαλαρότητα («ὑδαρῶς τὰ πάντα καὶ κακῶς ἐδίδασκε», Επιφάν.).

Greek Monotonic

ὑδᾰρής: -ές (ὕδωρ), γεν. -έος, λέγεται για κρασί, ο αναμεμιγμένος με πάρα πολύ νερό, νερωμένος, νερουλός, σε Ξεν.· μεταφ., αδύνατος, αραιός, άτονος, αδύναμος, ασθενικός, νωθρός, αποχαυνωμένος, σε Αισχύλ., Αριστ.

Middle Liddell

ὑδᾰρής, ές ὕδωρ
of wine, mixed with too much water, watery, washy, Xen.:—metaph. washy, feeble, languid, Aesch., Arist.

Mantoulidis Etymological

(=νερουλός, χαλαρός). Ἀπό τό ὕδωρ, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.