δαρτός: Difference between revisions
ἀλλ’ οὔτε πολλὰ τραύματ’ ἐν στέρνοις λαβὼν θνῄσκει τις, εἰ μὴ τέρμα συντρέχοι βίου, οὔτ’ ἐν στέγῃ τις ἥμενος παρ’ ἑστίᾳ φεύγει τι μᾶλλον τὸν πεπρωμένον μόρον → But a man will not die, even though he has been wounded repeatedly in the chest, should the appointed end of his life not have caught up with him; nor can one who sits beside his hearth at home escape his destined death any the more
m (Text replacement - " (op\.) ([Α-Ωα-ωΆΈΉΊΌΎΏἈἘἨἸὈὨᾈᾘᾨἌἜἬἼὌὬᾌᾜᾬἊἚἪἺὊὪᾊᾚᾪἎἮἾὮᾎᾞᾮἉἙἩἹὉὙὩᾉᾙᾩῬἍἝἭἽὍὝὭᾍᾝᾭἋἛἫἻὋὛὫᾋᾛᾫἏ...) |
m (Text replacement - "op." to "op.") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> δρᾰτός <i>Il</i>.23.169<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[desollado]] σώματα <i>Il</i>.l.c., ἵππων δαρτὰ πρόσωπα Choeril.6.4.<br /><b class="num">2</b> [[despegado]], [[suelto]] χιτών de la piel de la parte superior del escroto, Ruf.<i>Anat</i>.61, ὑμένες Paul.Aeg.6.61.<br /><b class="num">II</b> subst. τὸ δ.<br /><b class="num">1</b> [[animal de desuello]], [[que es para el desuello]] (<i>[[sc.]]</i> ἱερεῖον) esp. ref. a anim. ovinos o bovinos <i>Milet</i> 1(3).133.31 (V a.C.), τὰ δαρτά op. τὰ με̄̀ δαρτά ref. a cerdos y aves <i>IG</i> 1<sup>3</sup>.255B.15, cf. 19 (V a.C.), | |dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> δρᾰτός <i>Il</i>.23.169<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[desollado]] σώματα <i>Il</i>.l.c., ἵππων δαρτὰ πρόσωπα Choeril.6.4.<br /><b class="num">2</b> [[despegado]], [[suelto]] χιτών de la piel de la parte superior del escroto, Ruf.<i>Anat</i>.61, ὑμένες Paul.Aeg.6.61.<br /><b class="num">II</b> subst. τὸ δ.<br /><b class="num">1</b> [[animal de desuello]], [[que es para el desuello]] (<i>[[sc.]]</i> ἱερεῖον) esp. ref. a anim. ovinos o bovinos <i>Milet</i> 1(3).133.31 (V a.C.), τὰ δαρτά op. τὰ με̄̀ δαρτά ref. a cerdos y aves <i>IG</i> 1<sup>3</sup>.255B.15, cf. 19 (V a.C.), op. [[εὑστόν]] <i>Ath.Agora</i> 19.L4a.32 (IV a.C.), usado para la disección τὸ ζῶον ἕν τι τῶν δαρτῶν ὀνομαζομένων, οἷον ἢ πρόβατον ἢ βοῦν ἢ αἶγα Gal.2.644<br /><b class="num">•</b>tb. de pescados de piel dura no escamosa, Mnesith.Ath.38.12.<br /><b class="num">2</b> dud. [[prepucio]] Hippon.20.3 (ap. crít.).<br /><b class="num">• Etimología:</b> Como ai. <i>dr̥tá</i>-, deriv. en *<i>to</i> sobre la r. de [[δέρω]] q.u., en grado ø. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 19:30, 27 November 2022
English (LSJ)
ή, όν, (δέρω) A flayed, ἵππων δ. πρόσωπα the skin flayed from horses' heads, Choeril.4.5; δ. χιτών, of skin stripped off, Paul.Aeg. 6.61. II τὰδ. fish which must be skinned before dressing, Mnesith. ap.Ath.8.357c; of animals, ἕν τι τῶν δ. ὀνομαζομένων Gal.2.644, cf. IG12.190, SIG57.31 (Milet., V. B.C.).
Spanish (DGE)
-ή, -όν
• Alolema(s): δρᾰτός Il.23.169
I 1desollado σώματα Il.l.c., ἵππων δαρτὰ πρόσωπα Choeril.6.4.
2 despegado, suelto χιτών de la piel de la parte superior del escroto, Ruf.Anat.61, ὑμένες Paul.Aeg.6.61.
II subst. τὸ δ.
1 animal de desuello, que es para el desuello (sc. ἱερεῖον) esp. ref. a anim. ovinos o bovinos Milet 1(3).133.31 (V a.C.), τὰ δαρτά op. τὰ με̄̀ δαρτά ref. a cerdos y aves IG 13.255B.15, cf. 19 (V a.C.), op. εὑστόν Ath.Agora 19.L4a.32 (IV a.C.), usado para la disección τὸ ζῶον ἕν τι τῶν δαρτῶν ὀνομαζομένων, οἷον ἢ πρόβατον ἢ βοῦν ἢ αἶγα Gal.2.644
•tb. de pescados de piel dura no escamosa, Mnesith.Ath.38.12.
2 dud. prepucio Hippon.20.3 (ap. crít.).
• Etimología: Como ai. dr̥tá-, deriv. en *to sobre la r. de δέρω q.u., en grado ø.
German (Pape)
[Seite 523] abgehäutet, Galen.; τὰ δαρτά, eine Art Fische, die in der Küche abgehäutet werden, Ath. VIII, 357 c; χιτών, eine von den Häuten, die die Hoden umgeben, Medic.
Russian (Dvoretsky)
δαρτός: [adj. verb. к δέρω = δρατός.
Greek (Liddell-Scott)
δαρτός: -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ. τοῦ δέρω, = γδαρμένος, δαρτὰ πρόσωπα ἵππων, πρόσωπα ἵππων ἄνευ δέρματος, γδαρμένα, Χοιρίλ. 4· δ. χιτών, εἷς τῶν χιτώνων τῶν ὄρχεων, Παῦλ. Αἰγ. 6. 61. ΙΙ. τὰ δαρτά = ἰχθύες ἄνευ λεπίδων, ἀλλ’ ἔχοντες σκληρὸν δέρμα, ὥστε ἀνάγκη νὰ ἐκδαρῶσι πρὶν παρασκευασθῶσιν, Ἀθήν. 357C.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM δαρτός, -ή, -όν)
νεοελλ.
1. δαρμένος, ξυλοκοπημένος
2. (για τη βροχή) ραγδαία («πιάνει μια δαρτή βροχή, νεροποντή σωστή»)
3. (για το γάλα, τα αβγά κ.λπ.) όποιος έχει υποστεί έντονη ανατάραξη κατά την επεξεργασία του («δαρτό γάλα»)
μσν.
φρ. «δαρτὸς χιτών» — ένας από τους χιτώνες τών όρχεων
αρχ.
1. ο γδαρμένος («ἵππων δαρτὰ πρόσωπα»)
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) δαρτά, τα
ψάρια χωρίς λέπια, αλλά με σκληρό δέρμα, ώστε να χρειάζονται γδάρσιμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δέρω
αντιστοιχεί επακριβώς σε αρχ. ινδ. drta-. Από αυτό προήλθε και η γλώσσα του Ησυχίου «δάρτινον
πέπλον λινούν»].