ἀποσφάζω: Difference between revisions

From LSJ

Καιροῦ τυχὼν καὶ πτωχὸς ἰσχύει μέγα → Mendicus etiam saepe valet in tempore → Zur rechten Zeit vermag sogar ein Bettler viel

Menander, Monostichoi, 281
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(Moy.<\/b><\/i> )([\p{Greek}]+)μαι " to "$1$2μαι ")
m (Text replacement - "]]μαι " to "μαι]] ")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=égorger, acc. ; <i>p. ext.</i> faire périr;<br /><i><b>Moy.</b></i> [[ἀποσφάζο]]μαι se percer la gorge.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[σφάζω]].
|btext=égorger, acc. ; <i>p. ext.</i> faire périr;<br /><i><b>Moy.</b></i> [[ἀποσφάζομαι]] se percer la gorge.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[σφάζω]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 20:11, 28 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποσφάζω Medium diacritics: ἀποσφάζω Low diacritics: αποσφάζω Capitals: ΑΠΟΣΦΑΖΩ
Transliteration A: apospházō Transliteration B: aposphazō Transliteration C: aposfazo Beta Code: a)posfa/zw

English (LSJ)

in Att. Prose ἀποσφάττω Lys.13.78, Pl.Euthphr.4c, etc.: plpf. ἀπεσφάκειν D.C.78.7:—Pass., aor. ἀπεσφάγην [ῠ] Hdt.4.84: fut. ἀποσφᾰγήσομαι Ar.Th.750:—cut the throat of a person, ἀποσφάζω τινὰ ἐς ἄγγος = so that the blood runs into a pail, Hdt.4.62: generally, slay, Ar.Ach.327, Th.7.86, Pl.l.c., etc.:—Med., cut one's throat, X.Cyr. 3.1.25:—Pass., ἀποσφαγείην πρότερον ἂν ἢ καθυφείμην Men.Epit.184.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): át. -σφάττω X.Cyr.3.1.25
• Morfología: [plusperf. -εσφάκειν D.C.78.7.4.]
1 cortar el cuello, degollar ἀποσφάζουσι τοὺς ἀνθρώπους ἐς ἄγγος de modo que la sangre caiga en un recipiente, Hdt.4.62, ἡ γυνή, ἣ ἀπέσφαξεν αὑτήν, ἐπνίγετο Hp.Epid.5.33, ξίφος ... ᾧ τὸν ἀδελφὸν ἀπεσφάκει D.C.l.c., en v. pas. οὗτοι (los hijos de Eobazo) ἀποσφαγέντες αὐτοῦ ταύτῃ ἐλείποντο Hdt.4.84, ἀποσφαζομένους τοὺς ἀνθρώπους Hp.Nat.Hom.6.1, ἀποσφαγέντος τοῦ ζώου Hp.Cord.11, de un cerdo PCair.Zen.312.23 (III a.C.)
en gener. pasar a cuchillo, matar οὓς ἀποσφάξω λαβών Ar.Ach.327, ἀπέσφαξε τοὺς πολλούς Th.3.32, τὸν ... υἱόν D.23.169, τοὺς φύλακας D.59.103, ἑαυτόν Arist.Rh.1374b36, αὐτόν Gal.14.284, γυναῖκα BGU 1024.7.20 (IV d.C.), cf. Th.7.86, Pl.Grg.471b, Artem.4.33, 5.76, en v. pas. αὕτη δ' ἀποσφαγήσεται μάλ' αὐτίκα Ar.Th.750, cf. Philostr.Her.50.16, ἐπὶ Δομετεανῷ ἀπεσφαγμένῳ después del asesinato de Domiciano Philostr.VS 488, en espectáculos circenses ἀποσφάξαντα δὲ καὶ Λιβυκὰ ζῶα IEphesos 3070.12, 3071.2 (III d.C.).
2 en v. med.-pas. cortarse el cuello οἱ δ' ἀποσφαττόμενοι X.Cyr.l.c., ἀποσφαγείην ἂν ἢ ... καθυφείμην Men.Epit.401.
3 cirug. hacer una incisión, cortar (σάρκωσιν) ... διὰ μέρος ἀποσφάξαντα Gal.19.456.

German (Pape)

[Seite 328] (s. σφάζω), abschlachten, tödten, ἀνθρώπους Her. 4, 62. 84; Thuc. 7, 86; Sp.

French (Bailly abrégé)

égorger, acc. ; p. ext. faire périr;
Moy. ἀποσφάζομαι se percer la gorge.
Étymologie: ἀπό, σφάζω.

Russian (Dvoretsky)

ἀποσφάζω: зарезывать, закалывать, убивать (τινά Aesch., Her., Thuc., Arph.); med. зарезываться Xen.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποσφάζω: ἐν τῷ Ἀττ. πεζῷ λογῳ -σφάττω, Λυσ. 137. 11, Ξεν., κλ.: μέλλ. -σφάξω: ὑπερσυντ. -εσφάκειν Δίων Κ. 78. 7: ― Παθ. ἀόρ.: -εσφάγην [ᾰ] Ἡρόδ. 4. 84: μέλλ. -σφᾰγήσομαι Ἀριστοφ. Θεσμ. 750: -κόπτω ταὸν λαιμόν τινος, σφάζω, Λατ. Jugulo, αποσφ. τινά ες ἄγγος, οὕτως ὥστε τὸ αἷμα νὰ ῥεύσῃ εἰς ἀγγεῖον, Ἡρόδ. 4. 62, πρβλ. Αἰσχύλ. Θ. 43: καθόλου, σφάζω, φονεύω, ἀποκτείνω, Ἀριστοφ. Ἀχ. 327, Θουκ. 7. 86, Πλατ., κλ.: ― Μέσ., ἀποκόπτω τὸν λαιμόν μου, σφάζομαι, Ξεν. Κύρ. 3. 1, 25.

Greek Monolingual

(AM ἀποσφάζω, Α κ. -σφάττω)
κόβω τον λαιμό κάποιου, τον σφάζω
νεοελλ.
τελειώνω το σφάξιμο
αρχ.
σκοτώνω.

Greek Monotonic

ἀποσφάζω: Αττ. -σφάττω, μέλ. -σφάξω — Παθ., αόρ. βʹ -εσφάγην [ᾰ], μέλ. -σφαγήσομαι· κόβω τον λαιμό κάποιου, σφαγιάζω, Λατ. jugulo· ἀποσφάζω τινὰ ἐς ἄγγος, σφαγιάζω κάποιον έτσι ώστε το αίμα του να ρεύσει και να συσσωρευτεί σε αγγείο, σε Ηρόδ.· γενικά, σφάζω, σφαγιάζω, σε Αριστ., Θουκ. κ.λπ. — Μέσ., αποκόπτω το λαιμό μου, αυτοκτονώ σφαγιάζοντας τον εαυτό μου, σε Ξεν.

Middle Liddell


to cut the throat of a person, Lat. jugulo, ἀποσφ. τινὰ ἐς ἄγγος, so that the blood runs into a pail, Hdt.: generally, to slay, Ar., Thuc., etc.:—Mid. to cut one's own throat, Xen.