θηγαλέος: Difference between revisions
έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά → Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless | Tell him yourself, poor brother, what it is you need! For abundance of words, bringing delight or being full of annoyance or pity, can sometimes lend a voice to those who are speechless.
mNo edit summary |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.<br" to "$1 $2.<br") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=α, ον :<br /><b>1</b> [[aiguisé]], [[tranchant]];<br /><b>2</b> qui aiguise.<br />'''Étymologie:''' [[θήγω]]. | |btext=α, ον :<br /><b>1</b> [[aiguisé]], [[tranchant]];<br /><b>2</b> [[qui aiguise]].<br />'''Étymologie:''' [[θήγω]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 10:46, 30 November 2022
English (LSJ)
α, ον, (θήγω) A pointed, sharp, στάλικες AP6.109 (Antip.); τρύφος ib.7.542 (Flacc.). II Act., sharpening, c. gen. rei, ib.6.68 (Jul. Aegypt.):—also θηγάνεος, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1206] geschärft, scharf, πυρὶ θηγαλέους ὀξυπαγεῖς στάλικας Antip. Sid. 17 (VI, 109); schärfend, λίθος θηγαλέη καλάμων Iul. Aeg. 11 (VI, 68).
French (Bailly abrégé)
α, ον :
1 aiguisé, tranchant;
2 qui aiguise.
Étymologie: θήγω.
Russian (Dvoretsky)
θηγᾰλέος:
1 заостренный, острый (στάλιξ Anth.);
2 делающий острым, заостряющий (λίθος θηγαλέη καλάμων Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
θηγᾰλέος: -α, -ον, (θήγω) ὀξύς, κοπτερός, Ἀνθ. Π. 6. 109., 7. 542. ΙΙ. ἐνεργ., ὀξύνων, ἀκονῶν, μετὰ γεν. πράγμ., αὐτόθι 6. 68· ὁ Ἡσύχ. ὡσαύτως ἀναφέρει θηγάνεος.
Greek Monolingual
θηγαλέος, -α, -ον (Α)
1. οξύς, κοφτερός
2. αυτός που ακονίζει κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θήγω (πρβλ. φεύγω-φευγαλέος). Αν πρόκειται για αρχαίο τ., αποτελεί μαρτυρία για εναλλαγή τών παρεκτάσεων -αλ-αν- στο θ. θηγ- (πρβλ. λ.χ. θηγ-αν-η)].
Greek Monotonic
θηγᾰλέος: -α, -ον (θήγω),
I. ακονισμένος, κοφτερός, σε Ανθ. Π.
II. Ενεργ., αυτός που ακονίζει, που κάνει κάτι αιχμηρό, με γεν., στον ίδ.
Middle Liddell
θηγᾰλέος, η, ον θήγω
I. pointed, sharp, Anth.
II. act. sharpening, c. gen., Anth.