δυσπαλής: Difference between revisions
ἀρχὴν μὲν μὴ φῦναι ἐπιχθονίοισιν ἄριστον· φύντα δ' ὅμως ὤκιστα πύλας Ἀίδαο περῆσαι → First, it is best for mortals to not be born. If born, to pass through Hades' gates as soon as possible.
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
m (Text replacement - "(sc. " to "(''sc.'' ") |
||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{Slater | {{Slater | ||
|sltr=<b>δυσπᾰλής</b> [[hard]] to [[wrestle]] [[with]], met., [[difficult]] ὀρθᾷ διακρῖναι φρενὶ μὴ παρὰ καιρὸν δυσπαλές (sc. [[ἐστί]]) (O. 8.25) ἐπὶ χώρας [[αὖτις]] [[ἕσσαι]] δυσπαλὲς δὴ γίνεται (P. 4.273) | |sltr=<b>δυσπᾰλής</b> [[hard]] to [[wrestle]] [[with]], met., [[difficult]] ὀρθᾷ διακρῖναι φρενὶ μὴ παρὰ καιρὸν δυσπαλές (''[[sc.]]'' [[ἐστί]]) (O. 8.25) ἐπὶ χώρας [[αὖτις]] [[ἕσσαι]] δυσπαλὲς δὴ γίνεται (P. 4.273) | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 11:20, 30 November 2022
English (LSJ)
ές, A hard to wrestle with, δίνα Id.Eu.559 (lyr.); difficult, c. inf., διακρίνειν… δυσπαλές [ἐστι] Pi.O.8.25, cf.P.4.273, Cerc.Fr.Oxy.26. 2 dangerous, noxious, ῥίζαι A.R.4.52. 3 stubborn, Nicom.Harm. 3.
Spanish (DGE)
(δυσπᾰλής) -ές
1 irresistible δίνα A.Eu.559
•que es una lucha difícil ὀρθᾷ διακρῖναι φρενὶ ... δυσπαλές difícil lucha es dirimir con juicio recto Pi.O.8.25, cf. P.4.273, Cerc.18.
2 fig. resistente al cambio ἐποχαί op. εὐκύμαντος Nicom.Harm.3.
3 peligroso, nocivo ῥίζαι A.R.4.52.
German (Pape)
[Seite 686] ές, wogegen schwer zu ringen ist; δίνη Aesch. Eum. 509; übh. = schwierig, δυσπαλές ἐστι, c. inf., Pind. Ol. 8 25 P. 4, 273; ῥίζαι, wogegen man sich schwer schützen kann, Ap. Rh. 4, 52.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
irrésistible.
Étymologie: δυσ-, πάλη.
Russian (Dvoretsky)
δυσπᾰλής:
1 Aesch. = δυσπάλαιστος;
2 крайне трудный Pind.
Greek (Liddell-Scott)
δυσπᾰλής: -ές, δυσπάλαιστος, δίνη Αἰσχύλ. Εὐμ. 559· δύσκολος, μετ’ ἀπαρ., διακρίνειν… δυσπαλές [ἐστι] Πίνδ. Ο. 8. 33, πρβλ. Π. 4. 448. 2) κινδυνώδης, βλαβερός, ῥίζαι Ἀπολλών. Ρόδ. Δ. 52.
English (Slater)
δυσπᾰλής hard to wrestle with, met., difficult ὀρθᾷ διακρῖναι φρενὶ μὴ παρὰ καιρὸν δυσπαλές (sc. ἐστί) (O. 8.25) ἐπὶ χώρας αὖτις ἕσσαι δυσπαλὲς δὴ γίνεται (P. 4.273)
Greek Monolingual
δυσπαλής, -ές (Α)
1. δυσπάλαιστος
2. δύσκολος
3. δύσκαμπτος, σκληρός
4. επιβλαβής.
Greek Monotonic
δυσπᾰλής: -ές (πάλη), δύσκολος στο να παλέψει κάποιος μαζί του, ακατανίκητος, σε Αισχύλ.