κεφαλίς: Difference between revisions
Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
m (Text replacement - "(sc. " to "(''sc.'' ") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''κεφᾰλίς:''' ίδος (ῐδ) ἡ<br /><b class="num">1</b> [[головка]] (σκορόδου Luc.): κ. (sc. τῶν ὑποδημάτων) Arst. головки сапог;<br /><b class="num">2</b> [[начало]] (ἐν κεφαλίδι βιβλίου γέγραπται NT). | |elrutext='''κεφᾰλίς:''' ίδος (ῐδ) ἡ<br /><b class="num">1</b> [[головка]] (σκορόδου Luc.): κ. (''[[sc.]]'' τῶν ὑποδημάτων) Arst. головки сапог;<br /><b class="num">2</b> [[начало]] (ἐν κεφαλίδι βιβλίου γέγραπται NT). | ||
}} | }} | ||
{{StrongGR | {{StrongGR |
Revision as of 11:25, 30 November 2022
English (LSJ)
ίδος, ἡ, Dim. of κεφαλή, A little head, σκορόδου Luc.DMeretr.14.3; head of a nail, Ath.11.488c; extremity, τῶν σκυταλίδων Antyll. ap. Orib.44.23.74. II capital of a column, Ph.2.147, Chor.p.118 B.(pl.), PLond. 3.755v6 (iv A.D.), Gp.14.6.6 (pl.): pl., = κρόσσαι, Eust.903.6. III toe-cap of a shoe, Arist.Rh.1392a31, cf. Anon.ad loc.; of the foot of a table, Aristeas 68. IV rope attached to the bow of a ship, Polyaen. 3.9.38 (pl.). V κ. βιβλίου roll, LXX Ez.2.9, Ps.38(39).8, al.
German (Pape)
[Seite 1428] ίδος, ἡ, dim. von κεφαλή, das Köpfchen, z. B. σκορόδου Luc. D. Meretr. 14; – Kopfbedeckung, Arist. rhet. 2, 19. – Das Kopfende, der Anfang, βιβλίου, N. T. – Ein Tau = κεροίαξ, Polyaen. 3, 9, 38. – Von den Kapitälen der Säulen, Sp.
French (Bailly abrégé)
ίδος (ἡ) :
1 petite tête, gousse d'ail;
2 couvre-chef, chapeau.
Étymologie: κεφαλή.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κεφαλίς -ίδος, ἡ, demin. van κεφαλή, hoofdje, puntje:; σκορόδου teentje knoflook Luc. 80.14.3; κρομμύων bol van uien Luc. 22.22; κεφαλὶς βιβλίου boekrol NT Hebr. 10.7; schoenpunt.
Russian (Dvoretsky)
κεφᾰλίς: ίδος (ῐδ) ἡ
1 головка (σκορόδου Luc.): κ. (sc. τῶν ὑποδημάτων) Arst. головки сапог;
2 начало (ἐν κεφαλίδι βιβλίου γέγραπται NT).
English (Strong)
from κεφαλή; properly, a knob, i.e. (by implication) a roll (by extension from the end of a stick on which the manuscript was rolled): volume.
English (Thayer)
(κημόω) κημῷ: future κημώσω; (κημός a muzzle); to stop the mouth by a muzzle, to muzzle: βοῦν, T Tr WH marginal reading (Xenophon, r. eq. 5,3); see φιμόω.
Greek Monolingual
κεφαλίς, ίδος, ἡ (ΑΜ)
βλ. κεφαλίδα.
Greek Monotonic
κεφᾰλίς: -ίδος, ἡ,
I. υποκορ. του κεφαλή.
II. μέρος παπουτσιού, σε Αριστ.
III. κεφάλαιο, σε Καινή Διαθήκη
Greek (Liddell-Scott)
κεφᾰλίς: -ίδος, ἡ, ὑποκορ. τοῦ κεφαλή, μικρὰ κεφαλή, «κεφαλάκι», Λατ. capitulum, σκορόδου Λουκ. Ἑταιρ. Διάλ. 14· ἡ κεφαλὴ ἥλου, Ἀθήν. 488C. ΙΙ. τὸ κιονόκρανον, Γεωπ. 14. 6· ― πληθ., = κρόσσαι, Εὐστ. 903. 6. ΙΙΙ. μέρος πεδίλου. Ἀριστ. Ρητ. 2. 19, 10. IV. = κεροίαξ, Πολύαιν. 5. 9, 38. V. κεφάλαιον, βιβλίου Ἐπιστ. π. Ἑβρ. ι΄, 7. VI. = εἰλητάριον, Ἑβδ. (Ἔσδρ. Β΄, ς΄, 2, Ψαλμ. ΛΘ΄ 8, κλπ.).
Middle Liddell
κεφᾰλίς, ίδος
I. Dim. of κεφαλή.
II. part of a shoe, Arist.
III. a head, chapter, NTest.
Chinese
原文音譯:kefal⋯j 咳法利士
詞類次數:名詞(1)
原文字根:頭(著) 相當於: (מְגִלָּה)
字義溯源:節,書卷,卷,冊;源自(κεφαλή)*=頭)
出現次數:總共(1);來(1)
譯字彙編:
1) 卷(1) 來10:7
French (New Testament)
tête ; chef