ἀκύμων: Difference between revisions
Εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → A way of life disposed to silence is contemptible → Taciturna facile ingenia contemni solent → Gemein ist ein Charakter, über den man schweigt
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2") |
|||
Line 18: | Line 18: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=[[ἀκύμων]] -ον, gen. -ονος [ἀ-, [[κῦμα]] [[zonder golven]], [[kalm]]. | |elnltext=[[ἀκύμων]] -ον, gen. -ονος [ἀ-, [[κῦμα]] [[zonder golven]], [[kalm]]. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=<b class="num">1</b> ον, = [[ἀκύμαντος]], [[πόντος]] Aesch. <i>Ag</i>. 552; Pind. frg. 259; Eur. <i>I.T</i>. 1444; [[πόρος]] Plut. <i>[[Timol]]</i>. 19. übertragen, [[βίος]] Plut. <i>de ed. p</i>. 10 [[neben]] [[γαληνός]].<br /><b class="num">2</b> ον ([[κυέω]]), <i>[[unfruchtbar]]</i>, [[νηδύς]] Eur. <i>Andr</i>. 158; Moschio Stob. <i>ecl</i>. 1, p. 242. | |||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
Line 36: | Line 39: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[κύεω]<br />without [[fruit]], [[barren]], of women, Eur. | |mdlsjtxt=[κύεω]<br />without [[fruit]], [[barren]], of women, Eur. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:55, 30 November 2022
English (LSJ)
(A), [ῡ], ον, gen. ονος, (κῦμα) A = ἀκύμαντος, Pi.Fr.235, A.Ag.566; θάλασσα Ar.Fr.708; ἀ. πομπὰ σιγώντων ἀνέμων E.Fr.773.39 (Pap.); γαλήνη Ph.1.680; ἀήρ Plu.2.722e; οὐρανός prob. in Plot.5.1.2: metaph., βίος Plu.2.8a.
ἀκύμ-ων (B), [ῡ], ον, gen. ονος, (κυέω) A without fruit, barren, of women, E.Andr.158; of the earth, Moschio Trag.8.
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [-ῡ-]
I 1que no tiene olas, carente de oleaje del mar, Pi.Fr.140b.16, A.A.566, ἀκύμονα πόντου νῶτα E.IT 1444, Ael.NA 15.12, ἀκύμονι πομπᾷ σιγώντων ἀνέμων E.Fr.773.39, ἀ. γαλήνη Ph.1.680, ὄχθαι Nonn.D.10.171.
2 fig. tranquilo, sosegado βίος Plu.2.8a, διάθεσις Plot.1.6.5, ψυχή Plu.2.1090b.
II estéril, que no concibe νηδύς E.Andr.158, γῆ Moschio Trag.6.13, cf. Ar.Fr.765, Sud.
• Etimología: v. κυέω
French (Bailly abrégé)
1ων, ον ; gén. ονος;
sans vagues, calme.
Étymologie: ἀ, κῦμα.
2ων, ον ; gén. ονος;
stérile.
Étymologie: ἀ, κύω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ἀκύμων -ον, gen. -ονος [ἀ-, κῦμα zonder golven, kalm.
German (Pape)
1 ον, = ἀκύμαντος, πόντος Aesch. Ag. 552; Pind. frg. 259; Eur. I.T. 1444; πόρος Plut. Timol. 19. übertragen, βίος Plut. de ed. p. 10 neben γαληνός.
2 ον (κυέω), unfruchtbar, νηδύς Eur. Andr. 158; Moschio Stob. ecl. 1, p. 242.
Russian (Dvoretsky)
ἀκύμων: 2, gen. ονος (ῡ) бесплодный (νηδύς Eur.).
2, gen. ονος (ῡ) не взволнованный, спокойный (πόντος Aesch., Pind.; πόντου νῶτος Eur.; θάλασσα, πόρος, βίος Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀκύμων: [ῡ], -ον, γεν. ονος, (κῦμα) = ἀκύμαντος, Πινδ. Ἀποσπ. 259, Αἰσχύλ. Ἀγ. 556: - μεταφ., γαληνιαῖος, βίος, Πλούτ. 8Β, κτλ., ἴδε Wyttenb. ἐν τόπῳ.
English (Slater)
ᾰκῡμων waveless ἀκύμονος ἐν πόντου πελάγει fr. 140b. 16.
Greek Monolingual
(I)
ἀκύμων (-ονος), -ον (Α) κύμα
ακύμαντος, άκυμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερητ. + κῦμα «το θαλάσσιο κύμα». Σημειώνεται ότι τόσο το ἀκύμων (Ι) όσο και το ἀκύμων (ΙΙ) στην πραγματικότητα έχουν κοινή ετυμολογική αρχή, τη λ. κῦμα (< κύω), διαφοροποιημένη σημασιολογικά ως «κυματισμός, θαλάσσιο κύμα» (> ἀκύμων Ι) και «κύημα, έμβρυο» (> ἀκύμων ΙΙ)].
(II)
ἀκύμων (-ονος), -ον (Α)
1. (για γυναίκες) στείρα
2. άκαρπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερητ. + κῦμα «κύημα, έμβρυο», βλ. ἀκύμων Ι].
Greek Monotonic
ἀκύμων:,—ονος[ῡ], -ον, γεν. -ονος (κύεω), άκαρπος, στείρος, λέγεται για γυναίκες, σε Ευρ.
• ἀκύμων:,—ονος[ῡ], -ον, γεν. -ονος (κῦμα) = ἀκύμαντος, σε Αισχύλ.