ἀνανήφω: Difference between revisions
Κατηγορεῖν οὐκ ἔστι καὶ κρίνειν ὁμοῦ → Iudex et accusator esse idem nequit → Wer anklagt, darf nicht auch noch Richter sein zugleich
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<b>1</b> <i>intr.</i> redevenir à jeun ; recouvrer ses sens;<br /><b>2</b> <i>tr.</i> faire redevenir à jeun, remettre en son bon sens.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[νήφω]]. | |btext=<b>1</b> <i>intr.</i> redevenir à jeun ; recouvrer ses sens;<br /><b>2</b> <i>tr.</i> [[faire redevenir à jeun]], [[remettre en son bon sens]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[νήφω]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 14:40, 6 December 2022
English (LSJ)
1 become sober again, come to one's senses, Arist.Mir.847b9; ἐκ μέθης D.H.4.35, cf. Lync. ap. Ath.3.109e; ἐκ τοῦ οἴνου Nic.Dam. p.7 D.; return to sobriety of mind, 2 Ep.Ti.2.26; recover from a swoon, Charito 3.1, D.Chr.4.77.
2 trans., make sober again, Luc.Bis Acc.17.
Spanish (DGE)
1 recuperar la sobriedad ἐκ μέθης D.H.4.35, ἐκ τοῦ οἴνου Nic.Dam.4, cf. Lync. en Ath.109e, Luc.Bis Acc.17
•en gener. recobrar el buen juicio, recobrarse ἀπὸ τοῦ τύφου καὶ τῆς δόξης μικρόν τι ἀνανῆψαι D.Chr.4.77, ἐκ τῆς τοῦ διαβόλου παγίδος 2Ep.Ti.2.26, ἐκ τῶν θρήνων I.AI 6.241, abs. ἀνάνηφε καὶ ἀνακαλοῦ σεαυτόν M.Ant.6.31, cf. Luc.Salt.84, I.BI 1.619, Aristaenet.1.5.30
•prestar cuidado, prestar atención εἰς τὸ ἀκριβὲς τῆς προφητείας ὁ λόγος Cyr.Al.M.70.537C, cf. 664D.
2 volver en sí ἐκ τῆς παρακοπῆς Arist.Mir.847b9, de un desmayo, Charito 3.1.
German (Pape)
[Seite 199] wieder nüchtern werden, Plut. Cam. 23; übertr., zu ruhiger Überlegungkommen, N. T.; ἐκ μέθης D. Hal. 4, 35; Aesop. 73; akt., wieder nüchtern machen, Luc. Bis acc. 17.
French (Bailly abrégé)
1 intr. redevenir à jeun ; recouvrer ses sens;
2 tr. faire redevenir à jeun, remettre en son bon sens.
Étymologie: ἀνά, νήφω.
Russian (Dvoretsky)
ἀνανήφω: досл. протрезвляться, перен. приходить в себя (ἐκ τῆς παρακοπῆς Arst.): ἀνένηφε πρὸς τοὺς λογους Luc. он отрезвел от этих (моих) рассуждений; ἀνανήψαντες ἐν τῷ φόβῳ Plut. те, у которых от страха прошел хмель.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνανήφω: ἐπανέρχομαι εἰς τὰς αἰσθήσεις μου, ἀνανήφω, «ξεμεθῶ», Ἀριστ. Θαυμ. 178· ἐκ μέθης Διον. Ἁλ. 4. 35: ― ἔρχομαι εἰς τὰ λογικά μου, Ἐπιστ. πρὸς Τιμόθ. Βϳ, βϳ, 26. 2) μεταβ., κάμνω τινὰ νὰ ἔλθῃ εἰς ἑαυτόν, νὰ ἐπανέλθῃ εἰς νηφαλιότητα, Λουκ. Δὶς κατηγ. 17.
English (Strong)
from ἀνά and νήφω; to become sober again, i.e. (figuratively) regain (one's) senses: recover self.
English (Thayer)
(in good authors apparently confined to the present; 1st aorist ἀνενηψα); to return to soberness (ἐκ μέθης, which is added by Greek writers); metaphorically: ἐκ τῆς τοῦ διαβόλου παγίδος (Winer's Grammar, § 66,2d.) to be set free from the snare of the devil and to return to a sound mind (`one's sober senses'). (Philo, legg. alleg. ii. § 16 ἀνανηφει, τουτ' ἐστι μετανόει; add Josephus, Antiquities 6,11, 10; Cebes (399 B.C.>) tab. 9; Antoninus 6,31; Chariton 5,1.) (See ἀγρυπνέω, at the end.)
Greek Monolingual
(Α ἀνανήφω
γίνομαι πάλι νηφάλιος, ανακτώ τις αισθήσεις μου ή την πνευματική μου διαύγεια, συνέρχομαι (από μέθη, οργή κ.λπ.)
αρχ.
κάνω κάποιον να ανακτήσει τη νηφαλιότητα του, τον συνεφέρνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + νήφω «είμαι νηφάλιος».
ΠΑΡ. μσν.-νεοελλ. ανάνηψη (-ις) νεοελλ. ανανηπτικός].
Greek Monotonic
ἀνανήφω: μόνο στον ενεστ.,
1. επιστρέφω στην νοητική διαύγεια, νηφαλιότητα, σε Καινή Διαθήκη
2. μτβ., καθιστώ ξανά νηφάλιο κάτι, σε Λουκ.
Middle Liddell
[only in pres.]
1. to return to sobriety of mind, NTest.
2. trans. to make sober again, Luc.
Chinese
原文音譯:¢nan»fw 安那-尼賀
詞類次數:動詞(1)
原文字根:向上-(反)飲
字義溯源:醒悟,恢復;由(ἀνά)*=上,回復)與(νήφω)*=禁戒酒)組成
出現次數:總共(1);提後(1)
譯字彙編:
1) 醒悟過來(1) 提後2:26