εἰσκομίζω: Difference between revisions

From LSJ

ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρίαroot of all the evils is the love of money, for every possible kind of evil can be motivated by the love of money

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+) <i>" to "$1 $2 <i>")
m (Text replacement - "εἰς" to "εἰς")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>anc. att.</i> [[ἐσκομίζω]];<br />introduire, acc.;<br /><i><b>Moy.</b></i> [[εἰσκομίζομαι]];<br /><b>I.</b> <i>tr.</i> <b>1</b> [[introduire]] <i>ou</i> amener pour soi;<br /><b>2</b> importer (des produits, des marchandises, <i>etc.</i>);<br /><b>II.</b> <i>intr.</i> s'introduire dans ; se retirer dans.<br />'''Étymologie:''' [[εἰς]], [[κομίζω]].
|btext=<i>anc. att.</i> [[ἐσκομίζω]];<br />introduire, acc.;<br /><i><b>Moy.</b></i> [[εἰσκομίζομαι]];<br /><b>I.</b> <i>tr.</i> <b>1</b> [[introduire]] <i>ou</i> amener pour soi;<br /><b>2</b> importer (des produits, des marchandises, <i>etc.</i>);<br /><b>II.</b> <i>intr.</i> s'introduire dans ; se retirer dans.<br />'''Étymologie:''' εἰς, [[κομίζω]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 12:05, 10 December 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εἰσκομίζω Medium diacritics: εἰσκομίζω Low diacritics: εισκομίζω Capitals: ΕΙΣΚΟΜΙΖΩ
Transliteration A: eiskomízō Transliteration B: eiskomizō Transliteration C: eiskomizo Beta Code: ei)skomi/zw

English (LSJ)

pf. A εἰσκεκόμικα Porph. (v. infr.):—carry in, χόρτον Hes.Op.606; guide in, A. Ag.951:—Med., bring in for oneself, τὰ ἐκ τῶν ἀγρῶν ἐσκομίζεσθαι Th.2.13, cf.1.117:—Pass., ἐσκομίζεσθαι εἰς τὰ τείχη take shelter in.., Id.2.100; ἐπειδὰν εἰσκομισθῶσιν πόλει E.HF242; τὸν σῖτον ἐκ τῆς χώρας εἰσκομισθῆναι IG2.331.36; τοῖς εἰς ταὐτὸ διὰ ταὐτοῦ -ομένοις Plu.2.699f. II metaph., import into a discussion, introduce, δύο λύσεις Porph.in Cat.139.30.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): jón. y poét. ἐσ- Th.2.14, S.Fr.260a, E.HF 242
I tr. en v. act. y med.
1 c. ac. de cosa traer, importar, abastecer de χόρτον Hes.Op.606, σῖτον εἰς τὴν γῆν D.S.12.63, ἔμποροι καὶ ἀγοραῖοι ... οἶνον πονηρὸν εἰσκομίζοντες D.Chr.36.25, πλῆθος ἐπιτηδείων Polyaen.7.26, en v. pas. ἐπειδὰν ἐσκομισθῶσιν πόλει (κορμοί) cuando (los troncos) hayan sido traídos a la ciudad E.HF 242, τὸν σῖτον ἐκ τῆς χώρας καὶ τοὺς ἄλλους καρποὺς αἴτιος ἐγένετο εἰσκομισθῆναι fue responsable del abastecimiento de trigo y restantes productos del campo, IG 22.682.36 (III a.C.), cf. SEG 28.60.26 (Atenas III a.C.), θύματα αὐτοῖς μόνον εἰσκομίζεσθαι I.AI 14.477, αἱ εἰσκομιζόμεναι διὰ θαλάττης ... ἀγοραί los suministros importados por mar D.H.3.44, cf. D.17.28, Aen.Tact.5.1, SEG 39.1180.16 (I a.C.), τὰ εἰσκομιζόμενα las importaciones op. τὰ ἐκκομιζόμενα Str.17.1.7, de alimentos llevados al estómago, εἰς ταὐτὸ διὰ ταὐτοῦ εἰσκομιζόμενοι Plu.2.699f (cód.)
fig. c. ac. abstr. aportar, proveer δύο λύσεις εἰσκεκόμικε τῆς ἀπορίας Porph.in Cat.139.30.
2 c. ac. de animado o cosa traer, introducir, hacer entrar en la casa, habitación u otros recintos τὴν ξένην A.A.951, (τὸν Βρασίδαν) ἐς τὴν πόλιν ἔτι ἔμπνουν ἐσεκόμισαν Th.5.10, cf. 6.45, παρ' αὐτοὺς ... ἄνδρας ψιλούς Th.4.110, εἰσκομίσας τὰ θηρία ἐδίδου τῷ πάππῳ X.Cyr.1.4.10, cf. 9, en v. pas. ἢ Ἀτρεῖ μούνῳ καὶ Ζεὺς τροπαῖος ἐσκεκόμισται τόποις; ¿acaso el Zeus de la victoria ha sido acogido en su país sólo por Atreo? S.l.c., tb. c. ac. de cosa πυρεῖον ... (ἔνδον) εἰσκομίζει Ph.2.223, τὸν στρωματόδεσμον εἰσκομίζει διὰ θυρῶν πρὸς τὸν Καίσαρα Plu.Caes.49, ξίφος εἰσεκόμισεν ὑπὸ τῷ χιτωνίσκῳ Polyaen.8.46, εἰσκομίζει τις ... τὰ γνωρίσματα Longus 4.34.3, en v. pas. εἰσκομισθέντος εἰς τὸ δωμάτιον λύχνου Thphr.Fr.54
en cont. funerario traer para enterrar ἀλλ' ἐσκόμιζε τέκνα E.HF 1422, abs. εἰσκομίζιν καὶ θάπτιν ἰς τοῦτο τὸ μνημεῖον ISmyrna 201.10 (II d.C.), en v. pas. τὸ μεν σῶμα αὐτοῦ εἰσκο μισθῆναι εἰς τὴν πόλιν πρὸς τὴν καθήκουσαν κηδείαν IPE 12.34.23 (Olbia I a.C.), οὐδένα δὲ ἄλλον τινα ἐξέσται εἰσκομισθῆναι σορῷ SEG 34.1401 (Licaonia, imper.)
en v. med. traerse las cosas del campo a la ciudad en cont. bélico ἐκ τῶν ἀγρῶν παῖδας καὶ γυναῖκας καὶ τὴν ἄλλην κατασκευήν Th.2.14, cf. 5, 13.
3 en v. med., c. suj. de ciudad aprovisionarse, abastecerse de mercancías τὰ ἐπιτήδεια Th.6.22, cf. 7.13, ἐσεκομίσαντο καὶ ἐξεκομίσαντο ἃ ἐβούλοντο Th.1.117.
II intr., en v. med. y med.-pas. refugiarse en la ciudad trayendo sus pertenencias, en cont. bélico εἰκὸς εἶναι ... ἐσκομιζομένων αὐτῶν τὴν στρατιὰν οὐκ ἀπορήσειν χρημάτων Th.6.49, οἱ Ἀθηναῖοι ἐσεκομίζοντο ἐν τῷ χρόνῳ τούτῳ Th.2.18, οἱ μὲν Μακεδόνες ... ἔς τε τὰ καρτερὰ καὶ τὰ τείχη ... ἐσεκομίσθησαν Th.2.100.

German (Pape)

[Seite 744] hineinführen, -bringen, eintragen; Hes. O. 604; τὴν ξένην Aesch. Ag. 925; ἐς οἶκον Soph. O. R. 1429; Thuc. 5, 10 u. Folgde. – Pass., sich in einen Platz flüchten, εἰς χωρίον Thuc. 2, 100. – Med., für sich hineinbringen, Thuc. 6, 22; Gegensatz ἐκκομίζεσθαι, 1, 117; Sp.; auch absolut, = sich verproviantiren, Thuc.

French (Bailly abrégé)

anc. att. ἐσκομίζω;
introduire, acc.;
Moy. εἰσκομίζομαι;
I. tr. 1 introduire ou amener pour soi;
2 importer (des produits, des marchandises, etc.);
II. intr. s'introduire dans ; se retirer dans.
Étymologie: εἰς, κομίζω.

Russian (Dvoretsky)

εἰσκομίζω: ион. и староатт. ἐσκομίζω
1 приносить, привозить (χόρτον ἐσκομίσαι Hes.); med. привозить, ввозить к себе (τὰ ἐκ τῶν ἀγρῶν Thuc.);
2 уводить (πρευμενῶς τινα Aesch.; τινὰ ἐς οἶκον Soph.);
3 увозить, доставлять (τινὰ ἐς τὴν πόλιν ἔτι ἔμπνουν Thuc.; ἐσκομίσασθαι πόλει Eur.; εἰσκομισθῆναί τινι Plut. ); pass. уходить (οἱ Μακεδόνες ἐς τὰ τείχη ἐσεκομίσθησαν Thuc.).

Greek (Liddell-Scott)

εἰσκομίζω: μέλλ. Ἀττ. -ῐῶ, κομίζω ἐντός, κομίζω εἰς τὴν οἰκίαν, χόρτον δ’ ἐσκομίσαι Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 604, Αἰσχύλ. Ἀγ. 951, κτλ.: - Μέσ., κομίζω ἐντὸς δι’ ἐμαυτόν, τὰ ἐξ ἀγρῶν ἐσκομίζεσθαι Θουκ. 2. 13: εἰσάγω, ἐπὶ ἐμπορευμάτων κτλ., ὁ αὐτ. 1. 117: - Παθ., εἰσκομίζεσθαι εἰς τόπον τινά, καταφεύγειν εἴς τινα τόπον ἀσφαλείας χάριν, ὁ αὐτ. 2. 200.

Greek Monolingual

(AM εἰσκομίζω)
φέρνω μέσα, μεταφέρω στην πόλη
νεοελλ.
εισάγω από το εξωτερικό
μσν.
1. καταθέτω
2. καταστρέφω
3. μέσ. συγκεντρώνομαι
αρχ.
1. (για πρόσ.) οδηγώ μέσα
2. παθ. προμηθεύομαι
3. εισηγούμαι.

Greek Monotonic

εἰσκομίζω: μέλ. Αττ. -ῐῶ, φέρνω μέσα στο σπίτι, εισάγω, φέρνω μέσα, σε Ησίοδ., Αισχύλ. κ.λπ. — Μέσ., φέρνω μέσα για κάποιον, εισάγω, σε Θουκ. — Παθ., εἰσκομίζεσθαι εἰς τόπον, καταφεύγω, καταφεύγω σ' ένα μέρος για προφύλαξη, για ασφάλεια, στον ίδ.

Middle Liddell

fut. Attic ῐῶ
to carry into the house, carry in, Hes., Aesch., etc.:—Mid. to bring in for oneself, import, Thuc.:—Pass., εἰσκομίζεσθαι εἰς τόπον to get into a place for shelter, Thuc.