γαίω: Difference between revisions

From LSJ

τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl\n\|elnltext.*}}\n)" to "$3$2$1")
m (Text replacement - "αὐτοῦ" to "αὐτοῦ")
Line 35: Line 35:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''γαίω''': ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. μόνον ἐν τῇ φράσει κύδεϊ γαίων, γαυριῶν ἐπὶ τῇ δόξῃ [[αὐτοῦ]], ἐπὶ τοῦ Βριάρεω, Ἄρεως, [[Διός]], Ἰλ. Α 405, Ε. 906, Θ. 51 ([[οὐδαμοῦ]] ἐν Ὀδ.)· μονίῃ γαίων Ἐμπεδ. 24. (Ἐκ τῆς √ΓΑϜ ἢ ΓΑΥ, ἥτις φαίνεται ἐν τῷ ἀγαυός, [[ἀγαυρός]], [[γαῦρος]], Λατ. gaudeo, gaudium, gavisus· πρβλ. [[ὡσαύτως]] [[γηθέω]], γάνυμαι).
|lstext='''γαίω''': ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. μόνον ἐν τῇ φράσει κύδεϊ γαίων, γαυριῶν ἐπὶ τῇ δόξῃ αὐτοῦ, ἐπὶ τοῦ Βριάρεω, Ἄρεως, [[Διός]], Ἰλ. Α 405, Ε. 906, Θ. 51 ([[οὐδαμοῦ]] ἐν Ὀδ.)· μονίῃ γαίων Ἐμπεδ. 24. (Ἐκ τῆς √ΓΑϜ ἢ ΓΑΥ, ἥτις φαίνεται ἐν τῷ ἀγαυός, [[ἀγαυρός]], [[γαῦρος]], Λατ. gaudeo, gaudium, gavisus· πρβλ. [[ὡσαύτως]] [[γηθέω]], γάνυμαι).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 19:30, 11 December 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γαίω Medium diacritics: γαίω Low diacritics: γαίω Capitals: ΓΑΙΩ
Transliteration A: gaíō Transliteration B: gaiō Transliteration C: gaio Beta Code: gai/w

English (LSJ)

impf. γαίεσκον Hsch.:—rejoice, exult, Hom. only in Il., in phrase, κύδεϊ γαίων Il.1.405, 5.906, 8.51; [Σφαῖρος] μονίῃ γαίων Emp. 27.4. (γάϝyω, v. γάνυμαι.)

Spanish (DGE)

• Morfología: [impf. iter. γαίεσκον Hsch.]
complacerse, estar orgulloso de c. dat., en Hom. sólo en Il. en la expresión κύδεϊ γαίων complaciéndose en su fuerza ref. a Briareo Il.1.405, a Ares Il.5.906, a Zeus Il.8.51, ref. al Dios crist., Synes.Hymn.9.56, μονίῃ ... γαίων que se complace en la soledad ref. a Esfero, Emp.B 27.4, cf. prob. en SEG 38.1001 (Oplóntide I d.C.), Apio ad Hom.6, Hdn.Gr.2.427, Hsch.
• Etimología: De γαϝίω de la r. *geH2- ‘alegrarse’ en grado ø, que en grado pleno ha dado γηθέω q.u. tb. rel. lat. gaudeo.

German (Pape)

[Seite 470] (γαF, vgl. gaudeo, gavisus sum, γαῦρος, ἀγαυρός, γαυριάω, γηθέω, γάνυμαι), stolz sein auf etwas, sich dessen freuen; Hom. viermal, καθέζετο κύδεϊ γαίων Versende, Iliad. 8, 51 vom Zeus, αὐτὸς δ' ἐν κορυφῇσι καθέζετο κύδεϊ γαίων, älteste Stelle; 11, 81 vom Zeus, τῶν ἄλλων ἀπάνευθε καθέζετο κύδεϊ γαίων, der Vers ist mit seiner Umgebung interpolirt, s. Scholl. Aristonic. und Didym. 11, 78 u. vgl. Lachmann Betrachtungen über die Ilias S. 37; Iliad. 1, 405 vom Briareos, ὅς ῥα παρὰ Κρονίωνι καθέζετο κύδεϊ γαίων, in der zweiten Fortsetzung des ersten Lachmannschen Liedes; 5, 906 vom Ares, πὰρ δὲ Διὶ Κρονίωνι καθέζετο κύδεϊ γαίων, unächter Vers, entlehnt aus 1, 405, s. Scholl. Aristonic. 1, 405 u. 5, 906. Die Aristarchische Metalepsis des Wortes ist γαυριῶν, s. Scholl. Aristonic. 5, 906, vgl. Apollon. Lex. Homer. p. 53, 29. – Vgl. Empedocl. 24.

French (Bailly abrégé)

seul. part. prés. dans la locut. κύδεϊ γαίων IL fier de sa force toute-puissante.
Étymologie: R. ΓαϜ, se réjouir.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γαίω zich verheugen (over), met dat.: κύδεϊ γαίων trots op zijn roem Il. 1.405.

English (Autenrieth)

only part., κύδεϊ γαίων, exulting in his glory. (Il.)

Greek Monolingual

γαίω (Α)
καμαρώνω για κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γaFiω < (ινδοευρ.) gαu «χαίρομαι, καυχώμαι» (πρβλ. γάνυμαι, γηθέω). Στην Ιλιάδα μαρτυρείται μόνο η μετοχή γαίων
μαρτυρείται επίσης ένας τ. γαίεσκον «έχαιρον» (Ησύχ.)].

Greek Monotonic

γαίω: αγάλλομαι, χαίρομαι· μόνο στη μτχ., κύδεϊ γαίων, σε Ομήρ. Ιλ. (√ΓΑΥ ή ΓΑϜ, πρβλ. γαῦρος, Λατ. gaudium).

Frisk Etymological English

See also: s. γάνυμαι, γηθέω.

Greek (Liddell-Scott)

γαίω: ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. μόνον ἐν τῇ φράσει κύδεϊ γαίων, γαυριῶν ἐπὶ τῇ δόξῃ αὐτοῦ, ἐπὶ τοῦ Βριάρεω, Ἄρεως, Διός, Ἰλ. Α 405, Ε. 906, Θ. 51 (οὐδαμοῦ ἐν Ὀδ.)· μονίῃ γαίων Ἐμπεδ. 24. (Ἐκ τῆς √ΓΑϜ ἢ ΓΑΥ, ἥτις φαίνεται ἐν τῷ ἀγαυός, ἀγαυρός, γαῦρος, Λατ. gaudeo, gaudium, gavisus· πρβλ. ὡσαύτως γηθέω, γάνυμαι).

Middle Liddell

[The Root was !γαυ, or !γαϝ, cf. γαῦρος, Lat. gaudium.]
to exult, only in part. κύδεϊ γαίων Il.

Frisk Etymology German

γαίω: {gaíō}
Grammar: v.
Meaning: sich freuen (κύδεϊ γαίων)
See also: s. γάνυμαι und γηθέω.
Page 1,283