μητραγύρτης: Difference between revisions

From LSJ

Ἐπ' ἀνδρὶ δυστυχοῦντι μὴ πλάσῃς κακόν → Miseri miseriae ne quid affingas mali → Vermehre nicht dem Unglücksraben noch sein Leid

Menander, Monostichoi, 145
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />prêtre de Cybèle qui mendiait pour la déesse.<br />'''Étymologie:''' [[μήτηρ]], [[ἀγείρω]].
|btext=ου (ὁ) :<br />[[prêtre de Cybèle qui mendiait pour la déesse]].<br />'''Étymologie:''' [[μήτηρ]], [[ἀγείρω]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 14:00, 8 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μητρᾰγύρτης Medium diacritics: μητραγύρτης Low diacritics: μητραγύρτης Capitals: ΜΗΤΡΑΓΥΡΤΗΣ
Transliteration A: mētragýrtēs Transliteration B: mētragyrtēs Transliteration C: mitragyrtis Beta Code: mhtragu/rths

English (LSJ)

ου, ὁ, begging priest of Cybele: nickname of Callias (ὁ δᾳδοῦχος), Arist.Rh.1405a20; of Ptolemy Philopator, Plu.Cleom.36; title of play by Antiphanes.

German (Pape)

[Seite 179] ὁ, ein Priester der Göttermutter Cybele, der für die Göttinn bettelnd im Lande herumzieht, Arist. rhet. 3, 2 u. Folgde.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
prêtre de Cybèle qui mendiait pour la déesse.
Étymologie: μήτηρ, ἀγείρω.

Russian (Dvoretsky)

μητρᾰγύρτης: ου ὁ собирающий подаяния для богини Кибелы, нищенствующий жрец Arst.

Greek (Liddell-Scott)

μητρᾰγύρτης: -ου, ὁ, ἐπαιτῶν ἱερεὺς τῆς Κυβέλης, τῆς μητρὸς τῶν θεῶν, εἶδος ἐπαιτοῦντος μοναχοῦ, Λοβ. Ἀγλαόφ. σ. 645· - ὁ Ἰφικράτης ἔδωκε τὸ ὄνομα τοῦτο εἰς τὸν Καλλίαν, ὅστις ἦτο πράγματι Δᾳδοῦχος αὐτῆς, (ἴδε ἐν λέξει), Ἀριστ. Ρητ. 3. 2, 10· - ὁ Ἀντιφάνης ἔγραφε κωμῳδίαν φέρουσαν τὸ ὄνομα τοῦτο, καὶ μεταχειρίζεται ὡσαύτως τὸ ῥῆμα μητραγυρτέω, ἐν «Μισοπονήρῳ» 1. 8, πρβλ. Διον. Ἁλ. 2. 19.

Greek Monolingual

ο (Α μητραγύρτης)
1. ως κύριο όν. Μητραγύρτης
τίτλος κωμωδίας του Αντιφάνους
2. συν. στον πληθ. οι μητραγύρτες
(κατά την αρχαιότητα) περιπλανώμενοι ιερείς της Μεγάλης Μητέρας Κυβέλης, οι οποίοι διέδιδαν τη λατρεία της θεάς, διηγούνταν ιστορίες και ζητούσαν εισφορές γι' αυτήν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μήτηρ, μητρός + ἀγύρτης «ζητιάνος» (< ἀγείρω), πρβλ. μην-αγύρτης].

Greek Monotonic

μητρᾰγύρτης: -ου, ὁ, ο ιερέας της Κυβέλης που επαιτεί, η Κυβέλη, Μητέρα των θεών· ο Ιφικράτης έδωσε αυτό το όνομα στον Καλλία που ήταν πράγματι Δᾳδοῦχος τῆς Κυβέλης, σε Αριστ.

Middle Liddell


a begging priest of Cybele, the mother of the gods:—Iphicrates gave this name to Callias, who was really her Δᾳδοῦχος, Arist.