ἰδίωμα: Difference between revisions
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ατος (τό) :<br />propriété particulière, caractère propre.<br />'''Étymologie:''' [[ἴδιος]]. | |btext=ατος (τό) :<br />[[propriété particulière]], [[caractère propre]].<br />'''Étymologie:''' [[ἴδιος]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 19:17, 8 January 2023
English (LSJ)
[ῐδῐ], ατος, τό, (ἰδιόω) A peculiarity, specific property, unique feature, Epicur.Ep.1p.25U., Stoic.2.25, etc.; τὰ τῶν χρωμάτων ἰ. Epicur.Ep.2p.51U.; τῆς πολιτείας Plb.2.38.10; τοῦ νόμου BGU12.18 (ii A.D.); τὸ καθ' αὑτὸν ἰ. τηρεῖν Plb.2.59.2; τὰ περὶ τὴν χώραν, περὶ αὐτοὺς ἰ., Id.2.14.3, 6.3.3; τὸ ἐξαίρετόν τινος ἰ. A.D.Synt.15.19; ἀγαθότητος ἰ. Procl.Inst.133; ὕλης Id.Theol.Plat.5.35; property, φαρμάκου Heras ap.Gal.13.785, cf. Dsc.1.71; of the properties of numbers, Theol.Ar.5,al.; τὸ ἰ. τοῦ ἑνός Dam.Pr.5: special subject, τῆς πραγματείας Sor.1.126. II peculiarity of style, D.H.Amm.2tit., al. 2 idiom, ἰ. Ὁμηρικόν A.D.Synt.157.9. 3 style, παιανικὸν ἰ. Ath.15.696e.
German (Pape)
[Seite 1237] τό, das Angeeignete, Eigenthümlichkeit, besondere Beschaffenheit; τὰ περὶ τοὺς τόπους καὶ τὴν χώραν ἰδιώματα Pol. 2, 14, 3, öfter; παιανικὸν ἰδ., Eigenthümlichkeit des Päan, Ath. XV, 696 e; bes. bei Gramm., eigenthümliche Ausdrucksweise.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
propriété particulière, caractère propre.
Étymologie: ἴδιος.
Russian (Dvoretsky)
ἰδίωμα: ατος τό
1 особенность, своеобразие (τὰ τῶν φυτῶν ἰδιώματα Arst.): τὰ περὶ τοὺς τόπους ἰδιώματα Polyb. местные особенности; τῆς συντάξεως ἰ. Polyb. особое расположение (войск);
2 грам. своеобразное выражение, особый оборот, идиома.
Greek (Liddell-Scott)
ἰδίωμα: τό, (ἰδιόω) ὃ ἔχει τις ἴδιον, χαρακτήρ, ἰδιότης, ποιότης, Ἀριστ. π. Φυτ. 1. 7, 8, Πολύβ. 2. 14, 3, Ἀθήν. 696Ε· τὸ καθ’ αὐτόν ἰδίωμα τηρεῖν Πολύβ. 2. 59, 2· τὰ περὶ τὴν χώραν, περὶ αὐτούς ἰδιώματα 2. 14, 3., 6. 3, 3. ΙΙ. ἴδιος τρόπος φρασιολογίας, ἰδίωμα, ὕφος, Διον. Ἁλ. Ἐπιστολ. πρὸς Γναῖον Πομπ. σ. 783.
Greek Monolingual
το (ΑΜ ἰδίωμα) ιδιούμαι
1. καθετί που αποτελεί ιδιαίτερο χαρακτηριστικό γνώρισμα κάποιου, η ιδιότητα
2. επιμέρους διάλεκτος, υποκατηγορία διαλέκτου («η επτανησιακή διάλεκτος περιλαμβάνει το ιδίωμα της Ζακύνθου, το ιδίωμα της Κέρκυρας κ.λπ.»)
νεοελλ.
έξη, συνήθεια («έχει πολύ κακά ιδιώματα»)
μσν.
1. φύση, υπόσταση («χωρίζεται ο Θεός εις τρία μέρη, διά μέσου του χωρισμού... τών ιδιωμάτων τών τριών προσώπων»)
2. όψη, φυσιογνωμία
3. προσωπική περιουσία, ιδιοκτησία
4. ιδιοσυγκρασία
μσν.-αρχ.
ξεχωριστός, ιδιάζων, ασυνήθης τρόπος εκφράσεως
αρχ.
1. θέμα, αντικείμενο («τὸ ἰδίωμα τῆς πραγματείας»)
2. το ύφος («παιανικόν ιδίωμα»).