κρατερόφρων: Difference between revisions
Λύπης ἰατρός ἐστιν ἀνθρώποις λόγος – For men reason is a healer of grief – Für Menschen ist der Trauer Arzt allein das Wort – Maeroris unica medicina oratio.
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2") |
|||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br />au cœur ferme, courageux.<br />'''Étymologie:''' [[κρατερός]], [[φρήν]]. | |btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br />[[au cœur ferme]], [[courageux]].<br />'''Étymologie:''' [[κρατερός]], [[φρήν]]. | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl |
Revision as of 11:45, 9 January 2023
English (LSJ)
ον, gen. ονος, (φρήν) stout-hearted, dauntless, epithet of Heracles, Il.14.324; the Dioscuri, Od.11.299; Odysseus, 4.333; a wild beast, Il.10.184; ἀδάμαντος ἔχον κρατερόφρονα θυμόν Hes.Op.147, cf. Orph.Fr.164; Διὸς κρατερόφρονι κούρῃ, of Athena, IG12.503.
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
au cœur ferme, courageux.
Étymologie: κρατερός, φρήν.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κρατερόφρων -ον, gen. -ονος [κρατερός, φρήν] onverschrokken.
German (Pape)
ον, mit starkem, mutigem Sinn; Hom. Od. 4.333 κρατερόφρονος ἀνδρός, Il. 14.324 Ἡρακλῆα κρατερόφρονα, Od. 11.299 Kastor und Pollux κρατερόφρονε παῖδε; ἀδάμαντος ἔχον καρτερόφρονα θυμόν Hes. O. 146; τέκνα Th. 308; Apollo, Hymn. (IX.525.11); bei Hom. auch der Löwe, θὴρ κρατ., Il. 10.184. – Vgl. κρατερόχροος.
Russian (Dvoretsky)
κρᾰτερόφρων: 2, gen. ονος
1 сильный духом, отважный, мужественный (ἀνήρ, Ἡρακλῆς Hom.);
2 могучий, неукротимый или жестокий (θυμός Hes.; θήρ Hom.).
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
κρατερόφρων, -ον (Α)
αυτός που έχει ισχυρό φρόνημα, γενναία και ατρόμητη καρδιά, γενναιόψυχος («ἀδάμαντος ἔχων κρατερόφρονα θυμόν», Ησίοδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρατερός + φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. κραταιόφρων, υψηλόφρων].
Greek Monotonic
κρᾰτερόφρων: -ον, γεν. -ονος (φρήν), με γενναίο φρόνημα, γενναιόκαρδος, απτόητος, ατρόμητος, άφοβος, σε Όμηρ., Ησίοδ.
Greek (Liddell-Scott)
κρᾰτερόφρων: -ον, γεν. ονος (φρὴν) ἔχων ἰσχυρὸν φρόνημα, γενναιόψυχος, ἀτρόμητος, ἐπίθ. τοῦ Ἡρακλέους, Ἰλ. Λ. 324· τῶν Διοσκούρων, Ὀδ. Λ. 299· τοῦ Ὀδυσσέως, Δ. 333., Ρ. 124· τοῦ λέοντος, Ἰλ. Κ. 184· ἀδάμαντος ἔχων κρατερόφρονα θυμὸν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 146.
Middle Liddell
κρᾰτερό-φρων, ονος, φρήν
stout-hearted, dauntless, Hom., Hes.