χραύω: Difference between revisions
ὡς αἰεὶ τὸν ὁμοῖον ἄγει θεὸς ὡς τὸν ὁμοῖον → how God ever brings like men together | birds of a feather flock together | how the god always leads like to like | as ever, god brings like and like together | as always the god brings like to like
m (Text replacement - " :" to ":") |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>seul. ao. sbj. 3ᵉ sg.</i> χραύσῃ;<br />toucher légèrement à la surface, blesser légèrement.<br />'''Étymologie:''' éol. c. [[χράω]]. | |btext=<i>seul. ao. sbj. 3ᵉ sg.</i> χραύσῃ;<br />[[toucher légèrement à la surface]], [[blesser légèrement]].<br />'''Étymologie:''' éol. c. [[χράω]]. | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth |
Revision as of 11:55, 9 January 2023
English (LSJ)
(this pres. implied by impf. ἐνέχραυε, A v. ἐγχραύω), scrape, graze, wound slightly, ὅν ῥά τε ποιμὴν . . χραύσῃ Il.5.138; ἵνα χραύσαντα δαΐξῃ Q.S.11.76; ἔχραυσεν, glossed by ἐπέτυχεν, Hsch. II Med. c. gen., of lands, touch, be adjacent to, χραυόμενον Inscr.Cypr.135.9 H.; also χραυζόμενον ib. 18.
German (Pape)
[Seite 1368] äol. statt χράω, leicht auf der Oberfläche berühren, dah. ritzen, leicht verwunden; Il. 5, 138; ἵνα χραύσαντα δαΐξῃ Qu. Sm. 11, 76.
French (Bailly abrégé)
seul. ao. sbj. 3ᵉ sg. χραύσῃ;
toucher légèrement à la surface, blesser légèrement.
Étymologie: éol. c. χράω.
English (Autenrieth)
aor. subj. χραύσῃ: scratch, graze, wound slightly, Il. 5.138†.
Greek Monolingual
ΜΑ
(ποιητ. τ.)
1. αγγίζω ελαφρά
2. τραυματίζω ελαφρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δυσερμήνευτος ρηματ. τ., ο οποίος απαντά μόνο σύνθ. (πρβλ. πρτ. ἐν-έχρανε), καθώς και σε ορισμένους τ. μτχ. (πρβλ. χραυόμενον / χραυζόμενον) και αορ. (πρβλ. τους τ. του Ησύχ. ἔχραυσεν
ἐπέτυχεν και χραῦσαι
καταξῦσαι, χρᾶναι, σκιάσαι, γράψαι, ἐπιτυχεῖν) και ο οποίος εμφανίζει τις σημ. «συναντώ, αγγίζω, γειτονεύω, βρίσκομαι σε επαφή», σημ. οι οποίες έχουν προέλθει από τη γενική έννοια της επαφής, από όπου μπορεί να δικαιολογηθεί και η σημ. «αγγίζω, τραυματίζω ελαφρά» ενός επικού τ. αορ. ἔχραον, χραεῖν (βλ. λ. χρῶ, -άω [Ι]), ο οποίος συνδέεται από πολλούς μελετητές με το ρ. χραύω. Σύμφωνα με την άποψη αυτή, οι τ. χραύω (< χραFω) και χραεῖν (< χραFειν) μπορούν να συνδεθούν με τα λατ. (in)-gruo «επιτίθεμαι» και (con)-gruo «συναντώ» και με τα λιθουαν. griauju, griauti «συντρίβω, βροντώ», griųvu, griūti «καταρρέω» και να αναχθούν σε μια ρίζα ghrēu- «τρίβω με δύναμη, θρυμματίζω», παρά το δυσερμήνευτο -α- που εμφανίζουν (πρβλ. θραύω). Οι τ. χραύω, χραεῖν, αν δεχτεί κανείς ότι αυτοί συνδέονται μεταξύ τους, κατά την επικρατέστερη άποψη είναι συγγενείς και με τους τ. χραίνω (για τη σχέση του τ. χραύω, σχηματισμένου από θ. επεκτεταμένο με -ν-, και του χραίνω, πρβλ. το ζεύγος ξύω: ξαίνω) και χρίω (για το ζεύγος χραύω: χρίω, πρβλ. χναυω: χνίω). Εξάλλου, έχει προταθεί η αναγωγή τών τ. αυτών σε μια γενική μορφή ρίζας gher- «τρίβω με δύναμη», από την οποία προήλθαν οι μορφές: ghreu- του χραύω (με επέκταση -F-) και ghrei- του χρίω (με επέκταση -i-), άποψη, όμως, που παραμένει υποθετική και ανεπιβεβαίωτη. Τέλος, έχει διατυπωθεί και η υπόθεση ότι ο αόρ. χραεῖν ανάγεται σε ρίζα ghreu- «ορμώ πάνω σε κάτι, γκρεμίζομαι», χωρίς να είναι δυνατόν να εξακριβωθεί αν αυτή συνδέεται ή όχι με τη ρίζα ghreu- του χραύω].
Russian (Dvoretsky)
χραύω: (только 3 л. sing. aor. conjct. χραύσῃ) слегка ранить, задевать (λέοντα Hom.).
Middle Liddell
to scrape, graze, wound slightly, ὅν ῥά τε ποιμὴν χραύσῃ Il.; cf. ἐγχραύω, ἐπιχράω.
Frisk Etymology German
χραύω: {khraúō}
Forms: nur Ipf. ἐνέχραυε (Hdt. 6, 75), Aor. Konj. χραύσῃ (Ε 138), ἐνιχραύσῃ (Nik. Th. 277), Ptz. χραύσαντα (Q. S. 11, 76)
Grammar: v.
Meaning: streifen, leicht verwunden, ritzen; ἔχραυσεν· ἐπέτυχεν und χραῦσαι· καταξῦσαι, χρᾶναι, σκιάσαι, γράψαι, ἐπιτυχεῖν H.; Med. Ptz. χραυόμενον, auch χραυζόμενον (-αυσσ-?) streifend, angrenzend (kypr. Inschr. Va).
Derivative: Davon χραῦσις· ἄγκυρα μονόβολος H., wohl auch ἐχραύτιζεν· ἴξευεν H. (wie ῥαντίζω, σπατίζω usw., Schwyzer 706).
Etymology: Absterbendes Verb, das nur in der epischen Tradition einigermaßen lebendig blieb (vgl. Ruijgh L’élém. ach. 131), von χρα(ϝ)εῖν, ἔχρα(ϝ)ε, trotz Bechtel Lex. s.v. und WP. 1, 647 f. schwerlich zu trennen (vgl. Schwyzer 748 und Chantraine Gramm. hom. 1, 374 u. 393). Zum Vokalismus vgl. ψαύω, χναύω, θραύω. Weiteres s. χρόα, χρώς, auch χρίω.
Page 2,1115-1116