Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἐπιγνώμων: Difference between revisions

From LSJ

Κακὸν φυτὸν πέφυκεν ἐν βίῳ γυνή, καὶ κτώμεθ' αὐτὰς ὡς ἀναγκαῖον κακόν → In vita occrevit nobis ut gramen mulier, malumque hoc opus est servemus domi → Ein schlimm Gewächs erwuchs im Leben uns die Frau, und wir besitzen sie als unumgänglich Leid

Menander, Monostichoi, 304-305
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3, $4.<br")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br />qui décide de, juge, arbitre.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπιγιγνώσκω]].
|btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br />[[qui décide de]], [[juge]], [[arbitre]].<br />'''Étymologie:''' [[ἐπιγιγνώσκω]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 12:10, 9 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιγνώμων Medium diacritics: ἐπιγνώμων Low diacritics: επιγνώμων Capitals: ΕΠΙΓΝΩΜΩΝ
Transliteration A: epignṓmōn Transliteration B: epignōmōn Transliteration C: epignomon Beta Code: e)pignw/mwn

English (LSJ)

ονος, ὁ, ἡ, A arbiter, umpire, judge, c.gen.rei, Pl.Lg.828b, LXX Pr.12.26, CIG(add.) 3641b27 (Lampsacus); αἰτιῶν Plu.Cam.18; ὀσφρήσιος, of the nose, Hp.Ep.23; ἐ. τῆς τιμῆς appraiser, D.37.40: abs., Luc.Deor. Conc.15. 2. in plural, inspectors, Lys.7.25 ap.Harp. (γνώμονας codd.). II. = συγγνώμων, pardoning, τινί Mosch.4.70. III. acquainted with, φύσεως, γυναικῶν, Ph.1.29, 2.274; τέχνης S.E.M.7.56.

German (Pape)

[Seite 933] ον, erkennend, bes. ein schiedsrichterliches Erkenntniß fällend, substantivisch, τούτων ἐπιγνώμονές τε καὶ δικασταί Plat. Legg. VIII, 843 d, öfter; τῆς τιμῆς τοῦ παιδός, der den Werth des Sklaven taxirt, Dem. 37, 40; Schiedsrichter auch Plut. Cam. 18. Nach Harpocr. brauchte es Lys. = ἐπίσκοπος, Aufseher der heiligen Oelbäume in Athen; aber 7, 25 steht γνώμων. – Nachsichtig, verzeihend, τινί, Mosch. 4, 71; – einsichtig, verständig, Gegensatz von ἰδιώτης, τινός, gezt. Emp. adv. log. 1, 56 adv. rhet. 67 u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
qui décide de, juge, arbitre.
Étymologie: ἐπιγιγνώσκω.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιγνώμων: 2, gen. ονος
1 знающий, сведущий (τινός Plat., Sext.): χρὴ γίγνεσθαι ἐπιγνώμονας τοῦ παραλειπομένου Plat. необходимо знать, что (именно) пропущено.
ονος ὁ сведущее лицо, знаток, эксперт (τῆς τιμῆς τινος Dem.; ἐ. καὶ βεβαιωτὴς αἰτιῶν Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιγνώμων: -ονος, ὁ, ἡ, διαιτητής, κριτής, μετὰ γεν. πράγμ. Πλάτ. Νομ. 828Β, πρβλ. 847C, 867Ε, Συλλ. Ἐπιγρ. (Προσθῆκ.) 3641b, Πλουτ. Κάμιλλ. 18· τὸν βασανιστὴν Μνησικλέα ἐπιγνώμονα τῆς τιμῆς εἶναι τοῦ παιδός, ἐκτιμητὴν τῆς ἀξίας τοῦ δούλου, Δημ. 978. 11. ΙΙ. = συγγνώμων. τινὶ Μὸσχ. 4. 70. III. γνώμων, «ἐπιγνώμονας ἀντὶ τοῦ ἐπισκόπους, Λυσίας ἐν τῷ περὶ τοῦ Σηκοῦ (7. 25)» Ἁρποκρ., ἴδε τὴν λέξιν γνώμων Ι, καὶ πρβλ. Α. Β. σ. 228. 23.

Greek Monolingual

ἐπιγνώμων, ο (AM) επιγιγνώσκω
1. έμπειρος
2. αυτός που συγχωρεί
αρχ.
1. αιρετός κριτής, διαιτητής
2. εκτιμητής («τὸν βασανιστὴν Μνησικλέα ἐπιγνώμονα τῆς τιμῆς εἷναι τοῦ παιδός», Δημοσθ.)
3. επιστάτης, επόπτης.

Greek Monotonic

ἐπιγνώμων: -ονος, ὁ, ἡ,
I. διαιτητής, κριτής, δικαστής, με γεν. πράγμ., σε Πλάτ.· ἐπ. τῆς τιμῆς, εκτιμητής αυτής, σε Δημ.
II. = συγγνώμων, αυτός που συγχωρεί, τινί, σε Μόσχ.

Middle Liddell

ἐπι-γνώμων, ονος,
I. an arbiter, umpire, judge, c. gen. rei, Plat.; ἐπ. τῆς τιμῆς an appraiser, Dem.
II. = συγγνώμων, pardoning, τινί Mosch.

English (Woodhouse)

arbitrator

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)