ἐξανθίζω: Difference between revisions
νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖιν → godly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet
(big3_15) |
m (Text replacement - "btext=([a-zA-ZÀ-ÿ\s'-]+);<br" to "btext=$1;<br") |
||
(14 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ2 | |||
|Full diacritics=ἐξανθίζω | |||
|Medium diacritics=ἐξανθίζω | |||
|Low diacritics=εξανθίζω | |||
|Capitals=ΕΞΑΝΘΙΖΩ | |||
|Transliteration A=exanthízō | |||
|Transliteration B=exanthizō | |||
|Transliteration C=eksanthizo | |||
|Beta Code=e)canqi/zw | |||
|Definition=[[deck as with flowers]], [[paint in various colours]], [[γυναῖκες]]… αἳ καθήμεθ' [[ἐξηνεθισμέναι]] Ar. ''Lys.'' 43; [[ἄνωθεν]] [[ἐξηνθισμένον]], of a [[fish]], Philem. 79.6; [[παντοίᾳ]] [[κομμωτικῇ]]… [[ἐξηνθισμένη]] Hld. 7.19; [[ἐλέφας]] [[φοίνικι]] [[ἐξηνθισμένος]] Max.Tyr. 40.2.<br><b class="num">II</b>''Med.'', [[gather flowers]], Plu. 2.661f. | |||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=<b class="num">I</b> en v. med.-pas.<br /><b class="num">1</b> [[revestirse como con flores]], [[engalanarse]], [[adornarse]] sólo part. γυναῖκες ... αἳ καθήμεθ' ἐξηνθισμέναι Ar.<i>Lys</i>.43, κομᾶν τε γὰρ τοὺς ἄρρενας ... ἐκέλευσεν ἐξανθιζομένους D.H.7.9, χλανιδίοις ἐξηνθισμένη Max.Tyr.14.1, παντοίᾳ κομμωτικῇ ... ἐξηνθισμένη Hld.7.19.1, de un pescado [[ἄνωθεν]] ἐξηνθισμένον Philem.82.6, [[ἐλέφας]] ὑπὸ γυναικὸς ... φοίνικι ἐξηνθισμένος Max.Tyr.40.2, fig., de un texto escrito ὡραῖον [[ἄγαν]] τὸ χωρίον καὶ τῇ φράσει ἐξηνθισμένον Sch.Clem.Al.<i>Paed</i>.209.17-25.<br /><b class="num">2</b> [[recolectar]], [[recoger flores]] ἐπὶ πλεῖστον ἐξανθίζεται τοῦ λειμῶνος Plu.2.661f, cf. en v. act. Sud.s.u. ἐξήνθησεν.<br /><b class="num">3</b> fig., lit. [[extractar un texto]], [[compilar una antología]] συναγωγὰς φιλομαθεῖς ποικίλως ἐξανθισάμενοι Clem.Al.<i>Strom</i>.6.1.2, ταῦτα ... ἀπὸ τῶν παρὰ Ἑβραίοις προφητικῶν γραφῶν ἐξανθίσασθαι Eus.<i>DE</i> 5 proem., (Μαρκίωνος) βίβλους ... ἐξανθισάμενος Epiph.Const.<i>Haer</i>.42.10.2.<br /><b class="num">II</b> tard. sólo en v. act. [[teñir]] Sud. | |||
}} | |||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0869.png Seite 869]] mit Blumen schmücken; καθήμεθ' ἐξηνθισμέναι Ar. Lys. 43, od. blumenartig geschmückt, οἷον ψιμμυθίῳ καὶ φύκει καὶ τοῖς ὁμοίοις Schol.; Philem. bei Ath. VII, 228 d; übh. schmücken, παντοίᾳ κομμωτικῇ πρὸς τὸ ἁβρότερον ἐξηνθισμένη Heliod. 7, 19. – Med., Blumen für sich abpflücken, Plut. Symp. 4, 1, 2. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0869.png Seite 869]] mit Blumen schmücken; καθήμεθ' ἐξηνθισμέναι Ar. Lys. 43, od. blumenartig geschmückt, οἷον ψιμμυθίῳ καὶ φύκει καὶ τοῖς ὁμοίοις Schol.; Philem. bei Ath. VII, 228 d; übh. schmücken, παντοίᾳ κομμωτικῇ πρὸς τὸ ἁβρότερον ἐξηνθισμένη Heliod. 7, 19. – Med., Blumen für sich abpflücken, Plut. Symp. 4, 1, 2. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=[[fleurir]];<br /><i><b>Moy.</b></i> [[ἐξανθίζομαι]] cueillir des fleurs.<br />'''Étymologie:''' [[ἐξ]], [[ἀνθίζω]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐξανθίζω:'''<br /><b class="num">1</b> [[украшать цветами]], [[расцвечивать]] (γυναῖκες ἐξανθισμέναι, [[varia lectio|v.l.]] ἐξηνθισμέναι Arph.);<br /><b class="num">2</b> med. [[собирать цветы]] (τοῦ λειμῶνος Plut.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐξανθίζω''': κοσμῶ, [[στολίζω]], ὡς δι’ ἀνθέων, [[χρωματίζω]] διὰ ποικίλων χρωμάτων, περικοσμῶ, γυναῖκες..., αἳ καθήμεθ’ ἐξηνθισμέναι Ἀριστοφ. Λυσ. 43, ([[ἔνθα]] κατά τινας τό: ἐξανθισμέναι ἐκ τοῦ ξανθίζεσθαι, «κοσμεῖσθαι τὰς τρίχας, ἢ βάπτεσθαι αὐτάς», ὡς ἑρμηνεύει ὁ Ἡσύχ., [[εἶναι]] ὀρθοτέρα γραφὴ τοῦ ἐξηνθισμέναι ἐκ του ἐξανθίζειν)· ἐπὶ ἰχθύος, [[οἷον]] παρατέθεικ’, οὐ πεφαρμακευμένον τυροῖσιν, οὐδ’ [[ἄνωθεν]] ἐξηνθισμένον, κεκοσμημένον, Φιλήμων ἐν «Στρατιώτῃ» 1. 6· παντοίᾳ κομμωτικῇ... ἐξηνθισμένη Ἡλιόδ. 7. 19. ΙΙ. Μέσ., [[συλλέγω]] [[ἄνθη]], ἐπὶ πλεῖστον ἐξανθίζεται τοῦ λειμῶνος Πλούτ. 2. 661F. | |lstext='''ἐξανθίζω''': κοσμῶ, [[στολίζω]], ὡς δι’ ἀνθέων, [[χρωματίζω]] διὰ ποικίλων χρωμάτων, περικοσμῶ, γυναῖκες..., αἳ καθήμεθ’ ἐξηνθισμέναι Ἀριστοφ. Λυσ. 43, ([[ἔνθα]] κατά τινας τό: ἐξανθισμέναι ἐκ τοῦ ξανθίζεσθαι, «κοσμεῖσθαι τὰς τρίχας, ἢ βάπτεσθαι αὐτάς», ὡς ἑρμηνεύει ὁ Ἡσύχ., [[εἶναι]] ὀρθοτέρα γραφὴ τοῦ ἐξηνθισμέναι ἐκ του ἐξανθίζειν)· ἐπὶ ἰχθύος, [[οἷον]] παρατέθεικ’, οὐ πεφαρμακευμένον τυροῖσιν, οὐδ’ [[ἄνωθεν]] ἐξηνθισμένον, κεκοσμημένον, Φιλήμων ἐν «Στρατιώτῃ» 1. 6· παντοίᾳ κομμωτικῇ... ἐξηνθισμένη Ἡλιόδ. 7. 19. ΙΙ. Μέσ., [[συλλέγω]] [[ἄνθη]], ἐπὶ πλεῖστον ἐξανθίζεται τοῦ λειμῶνος Πλούτ. 2. 661F. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{grml | ||
| | |mltxt=και [[εξανθώ]], -έω (AM [[ἐξανθίζω]])<br /><b>1.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] ν' ανθίσει<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> [[κόβω]] [[άνθη]], [[μαζεύω]] λουλούδια<br /><b>3.</b> [[ανθολογώ]], [[διαλέγω]], [[σχηματίζω]] [[ανθολογία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (γεν. και μτφ.) [[στολίζω]] με [[άνθη]], [[χρωματίζω]] με ανθηρά, ποικίλα χρώματα και γενικά [[στολίζω]], [[κοσμώ]], [[διακοσμώ]], [[διαποικίλλω]]<br /><b>2.</b> (για [[φαγητό]]) [[γαρνίρω]], [[διακοσμώ]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:09, 9 January 2023
English (LSJ)
deck as with flowers, paint in various colours, γυναῖκες… αἳ καθήμεθ' ἐξηνεθισμέναι Ar. Lys. 43; ἄνωθεν ἐξηνθισμένον, of a fish, Philem. 79.6; παντοίᾳ κομμωτικῇ… ἐξηνθισμένη Hld. 7.19; ἐλέφας φοίνικι ἐξηνθισμένος Max.Tyr. 40.2.
IIMed., gather flowers, Plu. 2.661f.
Spanish (DGE)
I en v. med.-pas.
1 revestirse como con flores, engalanarse, adornarse sólo part. γυναῖκες ... αἳ καθήμεθ' ἐξηνθισμέναι Ar.Lys.43, κομᾶν τε γὰρ τοὺς ἄρρενας ... ἐκέλευσεν ἐξανθιζομένους D.H.7.9, χλανιδίοις ἐξηνθισμένη Max.Tyr.14.1, παντοίᾳ κομμωτικῇ ... ἐξηνθισμένη Hld.7.19.1, de un pescado ἄνωθεν ἐξηνθισμένον Philem.82.6, ἐλέφας ὑπὸ γυναικὸς ... φοίνικι ἐξηνθισμένος Max.Tyr.40.2, fig., de un texto escrito ὡραῖον ἄγαν τὸ χωρίον καὶ τῇ φράσει ἐξηνθισμένον Sch.Clem.Al.Paed.209.17-25.
2 recolectar, recoger flores ἐπὶ πλεῖστον ἐξανθίζεται τοῦ λειμῶνος Plu.2.661f, cf. en v. act. Sud.s.u. ἐξήνθησεν.
3 fig., lit. extractar un texto, compilar una antología συναγωγὰς φιλομαθεῖς ποικίλως ἐξανθισάμενοι Clem.Al.Strom.6.1.2, ταῦτα ... ἀπὸ τῶν παρὰ Ἑβραίοις προφητικῶν γραφῶν ἐξανθίσασθαι Eus.DE 5 proem., (Μαρκίωνος) βίβλους ... ἐξανθισάμενος Epiph.Const.Haer.42.10.2.
II tard. sólo en v. act. teñir Sud.
German (Pape)
[Seite 869] mit Blumen schmücken; καθήμεθ' ἐξηνθισμέναι Ar. Lys. 43, od. blumenartig geschmückt, οἷον ψιμμυθίῳ καὶ φύκει καὶ τοῖς ὁμοίοις Schol.; Philem. bei Ath. VII, 228 d; übh. schmücken, παντοίᾳ κομμωτικῇ πρὸς τὸ ἁβρότερον ἐξηνθισμένη Heliod. 7, 19. – Med., Blumen für sich abpflücken, Plut. Symp. 4, 1, 2.
French (Bailly abrégé)
fleurir;
Moy. ἐξανθίζομαι cueillir des fleurs.
Étymologie: ἐξ, ἀνθίζω.
Russian (Dvoretsky)
ἐξανθίζω:
1 украшать цветами, расцвечивать (γυναῖκες ἐξανθισμέναι, v.l. ἐξηνθισμέναι Arph.);
2 med. собирать цветы (τοῦ λειμῶνος Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐξανθίζω: κοσμῶ, στολίζω, ὡς δι’ ἀνθέων, χρωματίζω διὰ ποικίλων χρωμάτων, περικοσμῶ, γυναῖκες..., αἳ καθήμεθ’ ἐξηνθισμέναι Ἀριστοφ. Λυσ. 43, (ἔνθα κατά τινας τό: ἐξανθισμέναι ἐκ τοῦ ξανθίζεσθαι, «κοσμεῖσθαι τὰς τρίχας, ἢ βάπτεσθαι αὐτάς», ὡς ἑρμηνεύει ὁ Ἡσύχ., εἶναι ὀρθοτέρα γραφὴ τοῦ ἐξηνθισμέναι ἐκ του ἐξανθίζειν)· ἐπὶ ἰχθύος, οἷον παρατέθεικ’, οὐ πεφαρμακευμένον τυροῖσιν, οὐδ’ ἄνωθεν ἐξηνθισμένον, κεκοσμημένον, Φιλήμων ἐν «Στρατιώτῃ» 1. 6· παντοίᾳ κομμωτικῇ... ἐξηνθισμένη Ἡλιόδ. 7. 19. ΙΙ. Μέσ., συλλέγω ἄνθη, ἐπὶ πλεῖστον ἐξανθίζεται τοῦ λειμῶνος Πλούτ. 2. 661F.
Greek Monolingual
και εξανθώ, -έω (AM ἐξανθίζω)
1. κάνω κάτι ν' ανθίσει
2. μέσ. κόβω άνθη, μαζεύω λουλούδια
3. ανθολογώ, διαλέγω, σχηματίζω ανθολογία
αρχ.
1. (γεν. και μτφ.) στολίζω με άνθη, χρωματίζω με ανθηρά, ποικίλα χρώματα και γενικά στολίζω, κοσμώ, διακοσμώ, διαποικίλλω
2. (για φαγητό) γαρνίρω, διακοσμώ.