ἀλεξητήρ: Difference between revisions
m (Text replacement - "ἀντιλήπτωρ, ἐπίκουρος, ἐπιστάτης" to "ἀντιλήμπτωρ, ἀντιλήπτωρ, ἐπίκουρος, ἐπιστάτης") |
|||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 25: | Line 25: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀλεξητήρ:''' -ῆρος, ὁ ([[ἀλέξω]]), αυτός που κρατά [[μακριά]], απομακρύνει, <i>[[ἀλεξητὴρ μάχης]]</i>, αυτός που αναχαιτίζει την [[μάχη]], [[υπερασπιστής]], [[υπέρμαχος]], [[προστάτης]], σε Ομήρ. Ιλ. | |lsmtext='''ἀλεξητήρ:''' -ῆρος, ὁ ([[ἀλέξω]]), αυτός που κρατά [[μακριά]], απομακρύνει, <i>[[ἀλεξητὴρ μάχης]]</i>, αυτός που αναχαιτίζει την [[μάχη]], [[υπερασπιστής]], [[υπέρμαχος]], [[προστάτης]], σε Ομήρ. Ιλ. | ||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[protector]]=== | |||
Arabic: حَامٍ; Armenian: պահապան; Azerbaijani: qoruyucu, havadar, himayədar; Bengali: মহাফেজ; Bulgarian: защитник; Catalan: protector; Chamorro: a'adahi; Czech: ochránce; Danish: beskytter; Dutch: [[beschermer]], [[beschermheer]], [[behoeder]]; Faroese: verndari; Finnish: suojelija; French: [[protecteur]], [[guardien]]; Galician: protector; German: [[Beschützer]]; Ancient Greek: [[ἀλεξήτειρα]], [[ἀλεξητήρ]], [[ἀλκτήρ]], [[ἀντιλήμπτωρ]], [[ἀντιλήπτωρ]], [[ἐπίκουρος]], [[ἐπιστάτης]], [[ἐπίτροπος]], [[ἱκέτης]], [[κηδεμών]], [[κηδευτής]], [[πρόξεινος]], [[πρόξενος]], [[πρόξηνος]], [[προσκεπαστής]], [[προστάτης]], [[σκεπαστής]], [[σκοπός]], [[ὑπερασπιστής]], [[φύλαξ]], [[χραισμήτωρ]]; Irish: cosantóir; Italian: [[protettore]], [[protettrice]]; Kurdish Central Kurdish: حافیز, پاڕێزگار; Northern Kurdish: parastvan, parastvan; Latin: [[patronus]], [[patrona]], [[protector]], [[protectrix]], [[tutor]], [[fautor]], [[praeses]]; Old English: sċildend; Portuguese: [[protetor]]; Romanian: protector, protectoare; Russian: [[защитник]], [[защитница]]; Sanskrit: नाथ; Scottish Gaelic: tèarmannair; Spanish: [[protector]], [[protectora]], [[valedor]]; Swedish: beskyddare, protektor; Turkish: hami, koruyucu, mevla, sahip, veli; Ukrainian: захисник, захисниця; Urdu: محافظ | |||
}} | }} |
Latest revision as of 14:54, 26 March 2023
Middle Liddell
ἀλέξω
one who keeps off, ἀλεξητὴρ μάχης = a stemmer of battle, a champion, Il.
Spanish (DGE)
-ῆρος, ὁ
• Prosodia: [ᾰ-]
1 que es baluarte o salvaguarda de un guerrero, c. gen. μάχης Il.20.396, ἐνυοῦς Nonn.D.9.313
•c. dat. ταῖς πατρίσιν X.Oec.4.3
•abs. θυμός Opp.H.4.42, de Dios, Meth.Res.1.42.3.
2 curador, remediador, protector λοιμοῦ ἀ. A.R.2.519, de Heracles κακῶν IG 14.1003.25 (Roma), de Asclepio νόσοιο SEG 34.325.3 (Megalópolis II/I a.C.), cf. IG 10(2).2.302.7 (III d.C.).
German (Pape)
[Seite 92] ῆρος, ὁ, Helfer; ἀλεξητὴρ μάχης, Vorkämpfer, Il. 20, 396 (ἅπαξ εἰρημ.); – Abwender, λοιμοῦ Ap. Rh. 2, 519. – Auch Xen., τοῖς πατράσιν ἀλ. εἶναι Oec. 4, 3. – Adj. Opp. Hal. 4, 42 θυμός.
French (Bailly abrégé)
ῆρος (ὁ) :
qui vient au secours de, qui soutient, défenseur de.
Étymologie: ἀλέξω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ἀλεξητήρ -ῆρος, ὁ ἀλέξω afweerder, beschermer :. ἀλεξητὴρ μάχης = afweerder van de strijd Il. 20.396.
Russian (Dvoretsky)
ἀλεξητήρ: ῆρος ὁ защитник, хранитель (ἀ. τινι εἶναι Xen.): ἀλεξητὴρ μάχης Hom. защитник в бою.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλεξητήρ: ῆρος, ὁ, ὁ ἀποκρούων, ἀπομακρύνων, Λατ. averruncus, ἀλεξητὴρ μάχης, ὁ ἀναχαιτίζων τὴν μάχην, Ἰλ. Υ. 396· λοιμοῦ ἀλ., ὁ ἀπὸ τοῦ λοιμοῦ προστατεύων, Ἀπολλ. Ρόδ. 2. 519· κακῶν, Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 831. 13· σπάν. παρὰ πεζοῖς, ταῖς πατρίσιν ἀλεξητῆρες εἶναι, Ξεν. Οἰκ. 4, 3. ΙΙ. ὡς ἐπίθ., θυμὸς ἀλ., Ὀππ. Ἁλ. 4. 42.
Greek Monolingual
ἀλεξητήρ (-ῆρος), ο
θηλ. ἀλεξήτειρα (Α)
1. αυτός που αποκρούει, που αναχαιτίζει
2. προστάτης, υπερασπιστής, πρόμαχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επαυξημένο με -η- θ. του ρήματος ἀλέξω, πρβλ. μέλλ. ἀλεξήσω.
ΠΑΡ. αρχ. ἀλεξητήριος.
Greek Monotonic
ἀλεξητήρ: -ῆρος, ὁ (ἀλέξω), αυτός που κρατά μακριά, απομακρύνει, ἀλεξητὴρ μάχης, αυτός που αναχαιτίζει την μάχη, υπερασπιστής, υπέρμαχος, προστάτης, σε Ομήρ. Ιλ.
Translations
protector
Arabic: حَامٍ; Armenian: պահապան; Azerbaijani: qoruyucu, havadar, himayədar; Bengali: মহাফেজ; Bulgarian: защитник; Catalan: protector; Chamorro: a'adahi; Czech: ochránce; Danish: beskytter; Dutch: beschermer, beschermheer, behoeder; Faroese: verndari; Finnish: suojelija; French: protecteur, guardien; Galician: protector; German: Beschützer; Ancient Greek: ἀλεξήτειρα, ἀλεξητήρ, ἀλκτήρ, ἀντιλήμπτωρ, ἀντιλήπτωρ, ἐπίκουρος, ἐπιστάτης, ἐπίτροπος, ἱκέτης, κηδεμών, κηδευτής, πρόξεινος, πρόξενος, πρόξηνος, προσκεπαστής, προστάτης, σκεπαστής, σκοπός, ὑπερασπιστής, φύλαξ, χραισμήτωρ; Irish: cosantóir; Italian: protettore, protettrice; Kurdish Central Kurdish: حافیز, پاڕێزگار; Northern Kurdish: parastvan, parastvan; Latin: patronus, patrona, protector, protectrix, tutor, fautor, praeses; Old English: sċildend; Portuguese: protetor; Romanian: protector, protectoare; Russian: защитник, защитница; Sanskrit: नाथ; Scottish Gaelic: tèarmannair; Spanish: protector, protectora, valedor; Swedish: beskyddare, protektor; Turkish: hami, koruyucu, mevla, sahip, veli; Ukrainian: захисник, захисниця; Urdu: محافظ