πεδά: Difference between revisions
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl\n\|elnltext.*}}\n)" to "$3$2$1") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{...) |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[πετά]] και πετ και πε Α<br />(αιολ. και δωρ. τ.) [[μετά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η [[πρόθεση]] [[πεδά]] έχει σχηματιστεί από θ. <i>πεδ</i>- (<b>βλ.</b> [[πέδη]], [[πους]]) με δυσερμήνευτη κατάλ. -<i>α</i> ( | |mltxt=και [[πετά]] και πετ και πε Α<br />(αιολ. και δωρ. τ.) [[μετά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η [[πρόθεση]] [[πεδά]] έχει σχηματιστεί από θ. <i>πεδ</i>- (<b>βλ.</b> [[πέδη]], [[πους]]) με δυσερμήνευτη κατάλ. -<i>α</i> ([[πρβλ]]. [[ανά]], [[διά]], [[μετά]]) και η αρχική της σημ. [[πρέπει]] να ήταν «στα ίχνη κάποιου» (<b>πρβλ.</b> αρμ. <i>y</i>-<i>et</i>, <i>z</i>-<i>het</i> «[[μετά]]» <span style="color: red;"><</span> <i>het</i> «[[ίχνος]]», λ. αντίστοιχη [[προς]] το ελλ. [[πέδον]]). Η [[πρόθεση]] [[πεδά]] έχει τις ίδιες χρήσεις με την [[πρόθεση]] [[μετά]] και σε ορισμένες διαλέκτους χρησιμοποιήθηκε παρλλ. με αυτήν (<b>βλ. λ.</b> [[μετά]]). Τέλος, ο τ. [[πετά]] έχει προέλθει από συμφυρμό τών [[πεδά]] και [[μετά]], ενώ ο τ. <i>πε</i>(<i>τ</i>) <span style="color: red;"><</span> [[πετά]] με [[αποκοπή]]. Η [[πρόθεση]] απαντά πιθ. και στη Μυκηναϊκή με τη [[μορφή]] <i>pe</i>-<i>ta</i>]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 10:23, 8 May 2023
English (LSJ)
Aeol. for μετά, Sapph.38, Alc.48 A, Pi.Fr.26, Theoc.29.38: also Dor., Leg.Gort.3.27; πεδ' ἰαρόν Schwyzer89.14 (Argos, iii B. C.). (Cogn. with πούς.)
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πεδά Aeol. en Dor. voor μετά.
English (Slater)
πεδά (= μετά)
a c. acc.
I after ὃς ἔχεις καὶ πεδὰ μέγαν κάματον λόγων φερτάτων μναμήἰ (v.l. μετὰ) (P. 5.47) δείπνου δὲ λήγοντος γλυκὺ τρωγάλιον καίπερ πεδ' ἄφθονον βοράν (Schneider: παῖδα φθόνον codd.) fr. 124c.
II dub. sign. πεδὰ στόμα φλέγει (ἀντὶ τοῦ κατὰ στόμα Eustath.) fr. 26.
b c. gen., among πολλοῖς σοφὸς δοκεῖ πεδ' ἀφρόνων βίον κορυσσέμεν ὀρθοβούλοισι μαχαναῖς (P. 8.74)
Greek Monolingual
και πετά και πετ και πε Α
(αιολ. και δωρ. τ.) μετά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η πρόθεση πεδά έχει σχηματιστεί από θ. πεδ- (βλ. πέδη, πους) με δυσερμήνευτη κατάλ. -α (πρβλ. ανά, διά, μετά) και η αρχική της σημ. πρέπει να ήταν «στα ίχνη κάποιου» (πρβλ. αρμ. y-et, z-het «μετά» < het «ίχνος», λ. αντίστοιχη προς το ελλ. πέδον). Η πρόθεση πεδά έχει τις ίδιες χρήσεις με την πρόθεση μετά και σε ορισμένες διαλέκτους χρησιμοποιήθηκε παρλλ. με αυτήν (βλ. λ. μετά). Τέλος, ο τ. πετά έχει προέλθει από συμφυρμό τών πεδά και μετά, ενώ ο τ. πε(τ) < πετά με αποκοπή. Η πρόθεση απαντά πιθ. και στη Μυκηναϊκή με τη μορφή pe-ta].
Greek Monotonic
πεδά: Αιολ. και Δωρ. αντί μετά.
Greek (Liddell-Scott)
πεδά: Αἰολ. ἀντὶ μετά, Σαπφώ, Ἀλκαῖ., κλ., ἴδε Ahrens D. Aeol. 151· ὡσαύτως Δωρικ., ὁ αὐτ. ἐν D. Dor. 360. Ἴδε τὰ ἑπόμενα σύνθετα.
Frisk Etymological English
Grammatical information: prev.
Meaning: after, with, amidst = μετά (Aeol., Dor., Arc.).
Compounds: As 1. member e.g. in Πεδα-γείτνιος m. monthname (Rhodes etc.) = Att. Μεταγειτνιών.
Origin: IE [Indo-European] [790] *ped- foot
Etymology: Ending like μετά, ἀνά, διά etc. Explanation uncertain; cf. Schwyzer 622 w. lit. From the word for foot, trace in πούς, πέδον (s. vv.); so prop. on the foor, in the traces v.t.; cf. e.g. Arm. y-et, z-het after from het trace (= πέδον). Extensive on the use etc. w. lit. Schwyzer-Debrunner 498f.; cf. also W.-Hofmann s. pedisequus (w. lit.). -- The rarely attested πετά is prob. a cross w. μετά (lit. and discussion in Schw.-Debr. l.c.).
Frisk Etymology German
πεδά: {pedá}
Meaning: nach, mit, inmitten = μετά (äol., dor., ark.);
Composita: als Vorderglied z.B. in Πεδαγείτνιος m. Monatsname (Rhodos usw.) = att. Μεταγειτνιών.
Etymology: Ausgang wie μετά, ἀνά, διά usw. Erklärung unsicher; vgl. Schwyzer 622 m. Lit.). Vom Wort für Fuß, Fußspur in πούς, πέδον (s. dd.); sonnt eig. ‘auf dem Fuße, in den Spuren o. ä.’; vgl. z.B. arm. y-et, z-het nach von het Spur (= πέδον). Ausführlich zum Gebrauch usw. m. Lit. Schwyzer-Debrunner 498f.; vgl. noch W.-Hofmann s. pedisequus (m. Lit.). — Das vereinzelt belegte πετά ist wohl Kreuzung m. μετά (Lit. und Referat anderer Auffassungen bei Schw.-Debr. a. O.).
Page 2,485