πιναρός: Difference between revisions
Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
|||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[πινηρός]], -ά, -όν, Α<br />[[γεμάτος]] [[λίγδα]], [[ρυπαρός]], [[ακάθαρτος]] (α. «πιναρὰν κόμαν», <b>Ευρ.</b><br />β. «πιναρὸν [[κάρα]]», Ευπ.)<br />γ. «ἐσθῆτι πιναρᾷ», Κλήμ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πίνος]] «[[ακαθαρσία]], [[λίγδα]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. –[[αρός]] ( | |mltxt=και [[πινηρός]], -ά, -όν, Α<br />[[γεμάτος]] [[λίγδα]], [[ρυπαρός]], [[ακάθαρτος]] (α. «πιναρὰν κόμαν», <b>Ευρ.</b><br />β. «πιναρὸν [[κάρα]]», Ευπ.)<br />γ. «ἐσθῆτι πιναρᾷ», Κλήμ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πίνος]] «[[ακαθαρσία]], [[λίγδα]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. –[[αρός]] ([[πρβλ]]. [[λιπαρός]])]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 15:00, 8 May 2023
English (LSJ)
ά, όν, (πίνος) dirty, squalid, Cratin.372, E.El.184 (lyr.); πιναρὸν… ἀλουτίᾳ κάρα Eup.251; of unwashed wool, Aret.CA1.1; cf. πινηρός.
German (Pape)
[Seite 616] ion. πινηρός, schmutzig; κόμη, Eur. El. 184; sp. D., πιναρὰν ὄψιν τεκταίνεσθαι, Alc. 11 (Plan. 196); auch in späterer Prosa, wie Luc. Tim. 1 Somn. 8.
French (Bailly abrégé)
ά, όν :
sale, crasseux ; τὸ πιναρόν saleté.
Étymologie: πίνος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πιναρός -ά -όν [πίνος] vuil, smerig; subst. τὸ πιναρόν smerigheid.
Russian (Dvoretsky)
πῐνᾰρός: покрытый грязью, грязный (κόμη Eur.).
Greek Monolingual
και πινηρός, -ά, -όν, Α
γεμάτος λίγδα, ρυπαρός, ακάθαρτος (α. «πιναρὰν κόμαν», Ευρ.
β. «πιναρὸν κάρα», Ευπ.)
γ. «ἐσθῆτι πιναρᾷ», Κλήμ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πίνος «ακαθαρσία, λίγδα» + κατάλ. –αρός (πρβλ. λιπαρός)].
Greek Monotonic
πῐνᾰρός: -ά, -όν (πίνος), βρώμικος, ακάθαρτος, σε Ευρ.
Greek (Liddell-Scott)
πῐνᾰρός: -ά, -όν, (πίνος) ῥυπαρός, ἀκάθαρτος, «λερός», Εὐρ. Ἠλ. 183, Κρατῖν, ἐν Ἀδήλ. 115· πιναρόν... ἀλουτίᾳ κάρα Εὔπολις ἐν «Ταξιάρχοις» 7, κτλ.· πρβλ. πινηρός. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «πιναρός· ῥυπαρός, εὐτελής, ἐλάχιστος».