ἀτρέκεια: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)( [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 , $4")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἀτρέκεια:''' ион. ἀτρεκείη и [[ἀτρεκίη]] ἡ истина, правда (ἀτρέκειαν [[εἰπεῖν]] Pind.; ἀτρέκειάν τινος [[εἰδέναι]] Her.).
|elrutext='''ἀτρέκεια:''' ион. ἀτρεκείη и [[ἀτρεκίη]] ἡ [[истина]], [[правда]] (ἀτρέκειαν [[εἰπεῖν]] Pind.; ἀτρέκειάν τινος [[εἰδέναι]] Her.).
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 08:15, 11 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀτρέκεια Medium diacritics: ἀτρέκεια Low diacritics: ατρέκεια Capitals: ΑΤΡΕΚΕΙΑ
Transliteration A: atrékeia Transliteration B: atrekeia Transliteration C: atrekeia Beta Code: a)tre/keia

English (LSJ)

ἡ, Ion. ἀτρεκείη, also ἀτρεκίη Man.3.229: (ἀτρεκής):—A precise truth, certainty, Pi.Fr.213.4; τῶν ἡμεῖς ἀτρεκείην ἴδμεν Hdt.4.152, cf. 6.1; μαθεῖν . . τὴν ἀ. ὅτι οὐκ αἱρέει learnt for certain that he is unable to take it, ib.82, cf. IG9(1).880 (Corc.): in plural, τὰς -ας τὰς λεγομένας Hp.Prorrh.2.3. II Ἀτρέκεια personified, Strict Justice, Pi. O.10(11).13, E.Fr.91.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
• Alolema(s): jón. ἀτρεκείη Hdt.4.152, Hp.Nat.Puer.28, AP 4.3.123 (Agath.), 8.7 (Gr.Naz.); ἀτρεκίη Hp.Ep.16, Man.3.229, 18, Nonn.Par.Eu.Io.1.17, 8.32; beoc. ἀτρέκια Corinn.1.3.43
1 verdad exacta, exactitud como compl. de ‘decirδίχα μοι νόος ἀτρέκειαν εἰπεῖν Pi.Fr.213, ἐνέπω τ' ἀτρέκιαν χρεισμολόγον Corinn.l.c., τὰς μὲν ἀτρεκείας τὰς λεγομένας ὡς λέγουσιν οἱ λέγοντες οὔτε δοκέω εἶναι Hp.Prorrh.2.3, ὃς Πέρσαις εἶπε πᾶσαν ἀτρέκειαν SIG 22.29 (Magnesia II a.C., copia un original del V a.C.)
de verbos de conocimiento Ἑλλήνων πάντων τῶν ἡμεῖς ἀτρεκείην ἴδμεν Hdt.l.c., μαθεῖν δὲ αὐτὸς τὴν ἀτρεκείην Hdt.6.82, cf. IG 9(1).880.2 (Corcira I a./d.C.)
gener. ἀτρεκείης γὰρ οὐδεμία οὔτε γνῶσις οὔτε μαρτυρίη Hp.Ep.17 (p.378), ἀ. δ' ἄριστον ἀνδρὸς ἐν πόλει δικαίου πέλει E.Fr.91, τὰ γὰρ ἀτρεκίην μάλα φαίνει Man.l.c., ἕρμα πολυσχίστου νῦν πλέον ἀτρεκίας AP 8.7 (Gr.Naz.), ἐν ἀτρεκείῃ ... διώκειν AP 4.3.123 (Agath.), ἡ πολύφρων ἀ. Dam.in Prm.161, en la exégesis crist. como sinón. de ἀλήθεια, ref. a Cristo, Nonn.Par.Eu.Io.ll.cc., de un crucifijo ἀτρεκίης ἄνθετο σῆμα τόδε Epigr. en IEphesos 1351 (IV d.C.).
2 exactitud, certeza c. valor instrum. o agente οὐκ ἔστι ἀτρεκείῃ κρῖναι Hp.Nat.Puer.28, ἅτε μὴ πάγχυ δ' ἀτρεκίης εὐτονέοντας (θνητούς) Hp.Ep.16, μούνη δ' αἴσθησις ἀνθρώπου ἀτρεκείῃ διανοίης τηλαυγής Hp.Ep.18
personif. la verdad infalible, la Justicia νέμει γὰρ Ἀτρέκεια πόλιν Λοκρῶν Ζεφυρίων Pi.O.10.13.

German (Pape)

[Seite 388] ἡ, ion. -ηΐη u. -ΐη, Zuderlässigkeit, ausgemachte Wahrheit, Her. τῆς ἀποστάσιος 4, 152. 6, 1, der wahre Hergang u. Zusammenhang; auch Arr. An. 6, 25, 1. Bei Pind. Ol. 11, 13 personificirt: Gerechtigkeit.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
réalité, exacte vérité.
Étymologie: ἀτρεκής.

Russian (Dvoretsky)

ἀτρέκεια: ион. ἀτρεκείη и ἀτρεκίηистина, правда (ἀτρέκειαν εἰπεῖν Pind.; ἀτρέκειάν τινος εἰδέναι Her.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀτρέκεια: ἡ, Ἰων. ἀτρεκηΐη, ἀτρεκίη ἢ ἀτρεκείη, ἴδε Δινδ. Διαλ. Ἡροδ. σ. ΙΧ: (ἀτρεκής): ― πραγματικότης, ἀκριβὴς ἀλήθεια, βεβαιότης, Πινδ. Ἀποσπ. 232. 4· τῶν ἡμεῖς ἀτρεκείην ἴδμεν, τὴν ἀκριβῆ ἀλήθειαν, τὴν ἀκριβῆ κατάστασιν, Ἡρόδ. 4. 152., 6. 1· μαθεῖν δὲ αὐτὸς οὕτω τὴν ἀτρεκηΐην ὅτι οὐκ αἰρέει τὸ Ἄργος αὐτόθι 82, πρβλ. Ἐπιγρ. Κερκύρας ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 1907. 2· κατὰ πληθ. Ἱππ. Προρρητ. 84· ἴδε ἀτρεκὴς ἐν τέλ. ΙΙ. Ἀτρέκεια, Δικαιοσύνη, νέμει γὰρ Ἀτρέκεια πόλιν Λοκρῶν Ζεφυρίων Πινδ. Ο. 10 (11). 17.

English (Slater)

ᾰτρέκεια precision, exactitude πότερον δίκᾳ τεῖχος ὕψιον ἢ σκολιαῖς ἀπάταις ἀναβαίνει ἐπιχθόνιον γένος ἀνδρῶν, δίχα μοι νόος ἀτρέκειαν εἰπεῖν tell precisely fr. 213. 4. pro pers., Rectitude, νέμει γὰρ Ἀτρέκεια πόλιν Λοκρῶν Ζεφυρίων (O. 10.13)

Greek Monolingual

ἀτρέκεια και ιων. τ. ἀτρεκίη, -κείη, -κηΐη, η (Α) ατρεκής
1. αλήθεια, πραγματικότητα, βεβαιότητα
2. (η αιτ. ως επίρρ.) τὴν ἀτρέκειαν
με βεβαιότητα
3. (στον Πίνδαρο) προσωποποίηση της δικαιοσύνης.

Greek Monotonic

ἀτρέκεια: ἡ, Ιων. γεν. -είης·
I. πραγματικότητα, ακριβής αλήθεια, βεβαιότητα, σε Ηρόδ.
II. προσωποπ. Ἀτρέκεια, η Δικαιοσύνη, σε Πίνδ.

Middle Liddell

[From ἀτρεκής
I. reality, strict truth, certainty, Hdt.
II. personified Ἀτρέκεια, severity, Pind.