φιλόδημος: Difference between revisions
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
|||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που αγαπά τον λαό («ὁ [[Σόλων]] ὁ παλαιὸς ἦν [[φιλόδημος]] τὴν φύσιν», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> (για ενέργειες, διαθέσεις ή καταστάσεις) αυτός που οφείλεται στην [[αγάπη]] για τον λαό ή αυτός που αποτελεί [[εκδήλωση]] της αγάπης [[προς]] αυτόν («[[ἔργον]] γενναῖον καὶ φιλόδημον», <b>Αριστοφ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[φιλοδήμως]] Α<br />[[χάρη]] στην [[αγάπη]] [[προς]] τον λαό ή μέσω της αγάπης [[προς]] τον λαό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[δῆμος]] ( | |mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που αγαπά τον λαό («ὁ [[Σόλων]] ὁ παλαιὸς ἦν [[φιλόδημος]] τὴν φύσιν», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> (για ενέργειες, διαθέσεις ή καταστάσεις) αυτός που οφείλεται στην [[αγάπη]] για τον λαό ή αυτός που αποτελεί [[εκδήλωση]] της αγάπης [[προς]] αυτόν («[[ἔργον]] γενναῖον καὶ φιλόδημον», <b>Αριστοφ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[φιλοδήμως]] Α<br />[[χάρη]] στην [[αγάπη]] [[προς]] τον λαό ή μέσω της αγάπης [[προς]] τον λαό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[δῆμος]] ([[πρβλ]]. [[μισόδημος]])]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 16:45, 11 May 2023
English (LSJ)
ον, friend of the commons, Ar.Nu.1187, Poll.4.34; φιλόδημον ἔργον a popular act, Ar.Eq.787 (anap.). Adv. φιλοδήμως Poll.3.66.
German (Pape)
[Seite 1279] das Volk liebend, der Volksfreund, Ar. Equ. 784 Nubb. 1169.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
ami du peuple, populaire.
Étymologie: φίλος, δῆμος.
Russian (Dvoretsky)
φιλόδημος: народолюбивый (ὁ Σόλων Arph.): τοὔργον φιλόδημον Arph. подвиг, совершенный на благо народа.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλόδημος: -ον, φίλος τοῦ δήμου, φίλος τοῦ λαοῦ, Ἀριστοφ. Νεφ. 1187, Πολυδ. Δ΄, 34· ― φ. ἔργον, ὑπὲρ τοῦ λαοῦ γενόμενον, Ἀριστοφ. Ἱππ. 787. Ἐπίρρ. -μως, Πολυδ. Γ΄, 66.
Greek Monolingual
-ον, Α
1. αυτός που αγαπά τον λαό («ὁ Σόλων ὁ παλαιὸς ἦν φιλόδημος τὴν φύσιν», Αριστοφ.)
2. (για ενέργειες, διαθέσεις ή καταστάσεις) αυτός που οφείλεται στην αγάπη για τον λαό ή αυτός που αποτελεί εκδήλωση της αγάπης προς αυτόν («ἔργον γενναῖον καὶ φιλόδημον», Αριστοφ.).
επίρρ...
φιλοδήμως Α
χάρη στην αγάπη προς τον λαό ή μέσω της αγάπης προς τον λαό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + δῆμος (πρβλ. μισόδημος)].
Greek Monotonic
φῐλόδημος: -ον, φίλος του δῆμος, κοινός φίλος, σε Αριστοφ.· φιλόδημον ἔργον, δημόσιο (λαϊκό) έργο, στον ίδ.
Middle Liddell
φῐλό-δημος, ον,
a friend of the δῆμος, the commons' friend, Ar.:— φ. ἔργον a popular act, Ar.