ὑπαγωγεύς: Difference between revisions
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)( [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
|||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-έως, ὁ, Α<br /><b>1.</b> οικοδομικό [[εργαλείο]] με το οποίο έξυναν τον πηλό<br /><b>2.</b> η [[γέφυρα]] τών έγχορδων οργάνων<br /><b>3.</b> [[σοβατζής]]<br /><b>4.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «πρὸς πλίνθων oἰκοδομὴν [[πηλός]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὑπαγωγή]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>εύς</i> ( | |mltxt=-έως, ὁ, Α<br /><b>1.</b> οικοδομικό [[εργαλείο]] με το οποίο έξυναν τον πηλό<br /><b>2.</b> η [[γέφυρα]] τών έγχορδων οργάνων<br /><b>3.</b> [[σοβατζής]]<br /><b>4.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «πρὸς πλίνθων oἰκοδομὴν [[πηλός]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὑπαγωγή]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>εύς</i> ([[πρβλ]]. [[προσαγωγεύς]])]. | ||
}} | }} |
Revision as of 17:00, 11 May 2023
English (LSJ)
έως, ὁ, A tool for shaping and adjusting bricks or tiles, trowel, Ar.Av.1149 (ubi v. Sch.); cf. Hermipp.69: v. ἐπαγωγεύς. 2 plasterer, IG22.1672.31. II the bridge of a stringed instrument, = ὑποβολεύς, Nicom.Harm.10.
German (Pape)
[Seite 1180] έως, ὁ, 1) eine Maurerkelle; Ar. Av. 1149, Schol. ξυστήρ, πλατὺ σίδηρον, ᾡ ξύουσι τὸν πηλόν; vgl. Poll. 7, 125. – Ein Folterwerkzeug, VLL. – 2) ein beweglicher Steg an Saiteninstrumenten, wie ὑποβολεύς, Nicom. arithm. 2, 27 und Music.
Russian (Dvoretsky)
ὑπᾰγωγεύς: έως ὁ лопатка каменщика Arph.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπᾰγωγεύς: έως, ὁ, «ἐργαλεῖον οἰκοδομικὸν ᾧ ἀπευθύνουσι τὰς πλίνθους πρὸς ἀλλήλας˙ τινὲς δὲ αὐτὸ παράξυστον καλοῦσι˙ εἰ μὴ ἄρα πηλόν τινα οὕτω καλοῦσι˙ τοιοῦτον γάρ τι καὶ Ἕρμιππος ἐν τοῖς τριμέτροις ἐμφανίζει» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Ὄρν. 1149. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ὑπαγωγεύς· πρὸς πλίνθων οἰκοδομὴν πηλός», πρβλ. Meineke εἰς Κωμ. 1, σ. 93. ΙΙ. τὸ ξύλινον ὑποστήριγμα, ἡ γέφυρα τῶν ἐγχόρδων ὀργάνων, ἄλλως ὑποβολεύς, Νικομ. Ἁρμ. σελ. 18.
Greek Monolingual
-έως, ὁ, Α
1. οικοδομικό εργαλείο με το οποίο έξυναν τον πηλό
2. η γέφυρα τών έγχορδων οργάνων
3. σοβατζής
4. (κατά τον Ησύχ.) «πρὸς πλίνθων oἰκοδομὴν πηλός».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπαγωγή + επίθημα -εύς (πρβλ. προσαγωγεύς)].