νῆϊς: Difference between revisions

From LSJ

ἢ τοὺς πότους ἐρεῖς δῆλον ὅτι καὶ τὰ δεῖπνα καὶ ἐσθῆτα καὶ ἀφροδίσια, καὶ δέδιας μὴ τούτων ἐνδεὴς γενόμενος ἀπόλωμαι. οὐκ ἐννοεῖς δὲ ὅτι τὸ μὴ διψῆν τοῦ πιεῖν πολὺ κάλλιον καὶ τὸ μὴ πεινῆν τοῦ φαγεῖν καὶ τὸ μὴ ῥιγοῦν τοῦ ἀμπεχόνης εὐπορεῖν; → There you'll go, talking of drinking and dining and dressing up and screwing, worrying I'll be lost without all that. Don't you realize how much better it is to have no thirst, than to drink? to have no hunger, than to eat? to not be cold, than to possess a wardrobe of finery? (Lucian, On Mourning 16)

Source
(2)
m (LSJ1 replacement)
 
(12 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=niis
|Transliteration C=niis
|Beta Code=nh=i+s
|Beta Code=nh=i+s
|Definition=(A), <b class="b3">ϊδος, ὁ, ἡ,</b> acc. <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> νήϊδα <span class="bibl">Il.7.198</span>, <span class="bibl">A.R.3.32</span>, but νῆϊν <span class="bibl">Call. <span class="title">Aet.</span>1.1.33</span>, <span class="bibl">A.R.3.130</span>: (νη-, ἰδεῖν, εἰδέναι):—<b class="b2">unknowing of, unpractised in</b> a thing, οὐ νῆϊς ἀέθλων <span class="bibl">Od.8.179</span>: abs., Il.l.c.; ν. ἔτι χρυσέας Κύπριδος <span class="bibl">B.5.174</span>, cf. <span class="bibl">Call.<span class="title">Aet.</span>3.1.49</span>; <b class="b3">ναυτιλίης . . νῆϊν ἔχεις βίον</b> ib. <span class="bibl">1.1.33</span>, cf.Id.<span class="title">Aet.Oxy.</span>2079.2; <b class="b3">ν. πατρός</b> father<b class="b2">less</b>, <span class="bibl">Q.S.5.506</span>: Comp. νηϊδέστερος Hsch. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> (νη-, ἴς) <b class="b2">powerless, feeble</b>, Id., Suid.</span><br /><span class="bld">νῆϊς</span> (B), <b class="b3">ϊδος, ἡ,</b> <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[νηάς]], <span class="bibl">Heraclid.<span class="title">Pol.</span>30</span>, Phot.</span>
|Definition=(A), νῆϊδος, ὁ, ἡ acc.<br><span class="bld">A</span> νήϊδα Il.7.198, A.R.3.32, but νῆϊν Call. ''Aet.''1.1.33, A.R.3.130: (νη-, ἰδεῖν, εἰδέναι):—[[unknowing of]], [[unpractised in]] a thing, οὐ νῆϊς ἀέθλων Od.8.179: abs., Il.l.c.; ν. ἔτι χρυσέας Κύπριδος B.5.174, cf. Call.''Aet.''3.1.49; <b class="b3">ναυτιλίης… νῆϊν ἔχεις βίον</b> ib. 1.1.33, cf.Id.''Aet.Oxy.''2079.2; <b class="b3">ν. πατρός</b> father[[less]], Q.S.5.506: Comp. νηϊδέστερος [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]<br><span class="bld">II</span> (νη-, ἴς) [[powerless]], [[feeble]], Id., Suid.<br /><br />(B), <b class="b3">ϊδος, ἡ,</b> = [[νηάς]], Heraclid.''Pol.''30, Phot.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0251.png Seite 251]] ιδος ([[ἰδεῖν]]), unwissend, <b class="b2">unkundig</b>; Il. 7, 198; τινός, Od. 8, 179; Ap. Rh. 2, 417; Μουσέων, Ep. ad. 539 (IX, 583), u. öfter in der Anth.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0251.png Seite 251]] ιδος ([[ἰδεῖν]]), unwissend, [[unkundig]]; Il. 7, 198; τινός, Od. 8, 179; Ap. Rh. 2, 417; Μουσέων, Ep. ad. 539 (IX, 583), u. öfter in der Anth.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[νῆϊς]], ό, ἡ (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που δεν γνωρίζει [[τίποτε]], [[αδαής]], [[αμαθής]], [[άπειρος]] («[[νῆϊς]] ἔτι χρυσέας Κύπριδος», Βακχ.)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[νῆϊς]] πατρός» — ο [[χωρίς]] [[πατέρα]], [[απάτωρ]], [[ορφανός]] <b>(Κοϊντ.)</b>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. αντιστοιχεί με το λατ. <i>nescius</i> «αυτός που δεν γνωρίζει» (<span style="color: red;"><</span> <i>nescio</i>) και [[είναι]] σύνθ. λ. με α' συνθετικό το στερ. [[πρόθημα]] <i>νε</i>- (<b>βλ. λ.</b> <i>νη</i>-) και β' συνθετικό την μηδενισμένη [[βαθμίδα]] (<i>F</i>) <i>ιδ</i>- του (<i>F</i>)[[οἶδα]] «[[γνωρίζω]]». Η [[μορφή]] <i>νη</i>- με την οποία εμφανίζεται το στερ. [[πρόθημα]] έχει εξηγηθεί ως [[μετρική]] [[έκταση]] ενός αρχικού <i>νε</i>-, που όμως δεν μαρτυρείται σε [[άλλη]] ελλ. λ. Ωστόσο, η πιο πιθανή [[ερμηνεία]] [[είναι]] ότι ο τ. [[νῆϊς]] σχηματίστηκε αναλογικά [[προς]] τ. όπως [[νηλεής]], [[νημερτής]], όπου το -<i>νη</i>- προέρχεται από [[συναίρεση]] του <i>νε</i>- με το αρχικό [[φωνήεν]] του β' συνθετικού (<b>βλ. λ.</b> <i>νη</i>-)].———————— <b>(II)</b><br />[[νῆϊς]], ό, ἡ (Α)<br /><b>1.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[δειλός]]»<br /><b>2.</b> ([[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]]) «[[ἀσθενής]], [[αδύνατος]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> στερ. [[πρόθημα]] <i>νη</i> <span style="color: red;">+</span> <i>ἴς</i> «[[ισχύς]], [[δύναμη]]»].———————— <b>(III)</b><br />[[νῆϊς]], ἡ (Α)<br />[[νηάς]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[νῆϊς]], ό, ἡ (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που δεν γνωρίζει [[τίποτε]], [[αδαής]], [[αμαθής]], [[άπειρος]] («[[νῆϊς]] ἔτι χρυσέας Κύπριδος», Βακχ.)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[νῆϊς]] πατρός» — ο [[χωρίς]] [[πατέρα]], [[απάτωρ]], [[ορφανός]] <b>(Κοϊντ.)</b>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. αντιστοιχεί με το λατ. <i>nescius</i> «αυτός που δεν γνωρίζει» (<span style="color: red;"><</span> <i>nescio</i>) και [[είναι]] σύνθ. λ. με α' συνθετικό το στερ. [[πρόθημα]] <i>νε</i>- (<b>βλ. λ.</b> <i>νη</i>-) και β' συνθετικό την μηδενισμένη [[βαθμίδα]] (<i>F</i>) <i>ιδ</i>- του (<i>F</i>)[[οἶδα]] «[[γνωρίζω]]». Η [[μορφή]] <i>νη</i>- με την οποία εμφανίζεται το στερ. [[πρόθημα]] έχει εξηγηθεί ως [[μετρική]] [[έκταση]] ενός αρχικού <i>νε</i>-, που όμως δεν μαρτυρείται σε [[άλλη]] ελλ. λ. Ωστόσο, η πιο πιθανή [[ερμηνεία]] [[είναι]] ότι ο τ. [[νῆϊς]] σχηματίστηκε αναλογικά [[προς]] τ. όπως [[νηλεής]], [[νημερτής]], όπου το -<i>νη</i>- προέρχεται από [[συναίρεση]] του <i>νε</i>- με το αρχικό [[φωνήεν]] του β' συνθετικού (<b>βλ. λ.</b> <i>νη</i>-)].<br /> <b>(II)</b><br />[[νῆϊς]], ό, ἡ (Α)<br /><b>1.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[δειλός]]»<br /><b>2.</b> ([[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]]) «[[ἀσθενής]], [[αδύνατος]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> στερ. [[πρόθημα]] <i>νη</i> <span style="color: red;">+</span> <i>ἴς</i> «[[ισχύς]], [[δύναμη]]»].<br /> <b>(III)</b><br />[[νῆϊς]], ἡ (Α)<br />[[νηάς]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{etym
{{etym
|etymtx=<b class="b3">-ιδος</b>, <b class="b3">-ιδα</b><br />Grammatical information: adj.<br />Meaning: [[unknowing]], [[nescius]] (since H 198, θ 179).<br />Other forms: second. <b class="b3">-ιν</b>.<br />Origin: XX [etym. unknown]<br />Etymology: One might compare Lat. [[nescius]] from <b class="b2">ne-scio</b>, <b class="b3">νῆϊς</b> (with metr. lengthening for <b class="b3">*νέϜις</b> in <b class="b3">νήϜιδ-ος</b>, <b class="b3">-α</b>?; diff. Debrunner Wortbildung $56), but our form can hardly be a univerbation from <b class="b3">*νε Ϝοῖδα</b> with the IE sentence negation <b class="b2">*ne</b>, of which there is no trace in Greek; s. Wackernagel Syntax 2, 252. Diff. Sturtevant Lang. 16, 85. After cases with following laryngeal (see on <b class="b3">νη-</b> etc.)?
|etymtx=<b class="b3">-ιδος</b>, <b class="b3">-ιδα</b><br />Grammatical information: adj.<br />Meaning: [[unknowing]], [[nescius]] (since H 198, θ 179).<br />Other forms: second. <b class="b3">-ιν</b>.<br />Origin: XX [etym. unknown]<br />Etymology: One might compare Lat. [[nescius]] from [[ne-scio]], [[νῆϊς]] (with metr. lengthening for <b class="b3">*νέϜις</b> in <b class="b3">νήϜιδ-ος</b>, <b class="b3">-α</b>?; diff. Debrunner Wortbildung $56), but our form can hardly be a univerbation from <b class="b3">*νε Ϝοῖδα</b> with the IE sentence negation <b class="b2">*ne</b>, of which there is no trace in Greek; s. Wackernagel Syntax 2, 252. Diff. Sturtevant Lang. 16, 85. After cases with following laryngeal (see on <b class="b3">νη-</b> etc.)?
}}
{{FriskDe
|ftr='''νῆϊς''': -ιδος, -ιδα,<br />{nē̃ïs}<br />'''Forms''': sekund. -ιν<br />'''Meaning''': [[unwissend]], [[nescius]] (ep. poet. seit ''H'' 198, θ 179).<br />'''Etymology''': Wie lat. ''nescius'' aus ''ne''-''scio'', kann [[νῆϊς]] (mit metr. Dehnung für *νέϝις in νήϝιδος, -α?; anders Debrunner Wortbildung ̨ 56) eine Univerbierung aus *νὲ ϝοῖδα mit der idg. Satznegation *''ne'' (vgl. νη-) sein; s. Wackernagel Syntax 2, 252 m. Lit. Anders Sturtevant Lang. 16, 85.<br />'''Page''' 2,314
}}
}}

Latest revision as of 15:56, 24 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νῆϊς Medium diacritics: νῆϊς Low diacritics: νήις Capitals: ΝΗΙΣ
Transliteration A: nē̂ïs Transliteration B: nēis Transliteration C: niis Beta Code: nh=i+s

English (LSJ)

(A), νῆϊδος, ὁ, ἡ acc.
A νήϊδα Il.7.198, A.R.3.32, but νῆϊν Call. Aet.1.1.33, A.R.3.130: (νη-, ἰδεῖν, εἰδέναι):—unknowing of, unpractised in a thing, οὐ νῆϊς ἀέθλων Od.8.179: abs., Il.l.c.; ν. ἔτι χρυσέας Κύπριδος B.5.174, cf. Call.Aet.3.1.49; ναυτιλίης… νῆϊν ἔχεις βίον ib. 1.1.33, cf.Id.Aet.Oxy.2079.2; ν. πατρός fatherless, Q.S.5.506: Comp. νηϊδέστερος Hsch.
II (νη-, ἴς) powerless, feeble, Id., Suid.

(B), ϊδος, ἡ, = νηάς, Heraclid.Pol.30, Phot.

German (Pape)

[Seite 251] ιδος (ἰδεῖν), unwissend, unkundig; Il. 7, 198; τινός, Od. 8, 179; Ap. Rh. 2, 417; Μουσέων, Ep. ad. 539 (IX, 583), u. öfter in der Anth.

French (Bailly abrégé)

ϊδος (ὁ, ἡ)
ignorant de, gén..
Étymologie: νη-, εἰδέναι.

Greek Monolingual

(I)
νῆϊς, ό, ἡ (Α)
1. αυτός που δεν γνωρίζει τίποτε, αδαής, αμαθής, άπειροςνῆϊς ἔτι χρυσέας Κύπριδος», Βακχ.)
2. φρ. «νῆϊς πατρός» — ο χωρίς πατέρα, απάτωρ, ορφανός (Κοϊντ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. αντιστοιχεί με το λατ. nescius «αυτός που δεν γνωρίζει» (< nescio) και είναι σύνθ. λ. με α' συνθετικό το στερ. πρόθημα νε- (βλ. λ. νη-) και β' συνθετικό την μηδενισμένη βαθμίδα (F) ιδ- του (F)οἶδα «γνωρίζω». Η μορφή νη- με την οποία εμφανίζεται το στερ. πρόθημα έχει εξηγηθεί ως μετρική έκταση ενός αρχικού νε-, που όμως δεν μαρτυρείται σε άλλη ελλ. λ. Ωστόσο, η πιο πιθανή ερμηνεία είναι ότι ο τ. νῆϊς σχηματίστηκε αναλογικά προς τ. όπως νηλεής, νημερτής, όπου το -νη- προέρχεται από συναίρεση του νε- με το αρχικό φωνήεν του β' συνθετικού (βλ. λ. νη-)].
(II)
νῆϊς, ό, ἡ (Α)
1. (κατά τον Ησύχ.) «δειλός»
2. (κατά το λεξ. Σούδα) «ἀσθενής, αδύνατος».
[ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. πρόθημα νη + ἴς «ισχύς, δύναμη»].
(III)
νῆϊς, ἡ (Α)
νηάς.

Greek Monotonic

νῆϊς: -ϊδος, ὁ, ἡ (νη-, εἰδέναι), αιτ. νήϊδα, αυτός που δεν γνωρίζει ή δεν έχει εμπειρία σ' ένα ζήτημα, άπειρος, αδαής· με γεν., σε Ομήρ. Οδ.· αμτβ., σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

νῆϊς: ϊδος (ῐδ) adj. [νη- I + εἰδέναι несведущий, неопытный (ἀέθλων Hom.; Μουσέων Anth.).

Frisk Etymological English

-ιδος, -ιδα
Grammatical information: adj.
Meaning: unknowing, nescius (since H 198, θ 179).
Other forms: second. -ιν.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: One might compare Lat. nescius from ne-scio, νῆϊς (with metr. lengthening for *νέϜις in νήϜιδ-ος, ?; diff. Debrunner Wortbildung $56), but our form can hardly be a univerbation from *νε Ϝοῖδα with the IE sentence negation *ne, of which there is no trace in Greek; s. Wackernagel Syntax 2, 252. Diff. Sturtevant Lang. 16, 85. After cases with following laryngeal (see on νη- etc.)?

Frisk Etymology German

νῆϊς: -ιδος, -ιδα,
{nē̃ïs}
Forms: sekund. -ιν
Meaning: unwissend, nescius (ep. poet. seit H 198, θ 179).
Etymology: Wie lat. nescius aus ne-scio, kann νῆϊς (mit metr. Dehnung für *νέϝις in νήϝιδος, -α?; anders Debrunner Wortbildung ̨ 56) eine Univerbierung aus *νὲ ϝοῖδα mit der idg. Satznegation *ne (vgl. νη-) sein; s. Wackernagel Syntax 2, 252 m. Lit. Anders Sturtevant Lang. 16, 85.
Page 2,314