νῆϊς: Difference between revisions

From LSJ

χρώμεθα γὰρ πολιτείᾳ οὐ ζηλούσῃ τοὺς τῶν πέλας νόμους → we live under a form of government which does not emulate the institutions of our neighbours

Source
(Bailly1_3)
m (LSJ1 replacement)
 
(16 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=niis
|Transliteration C=niis
|Beta Code=nh=i+s
|Beta Code=nh=i+s
|Definition=(A), <b class="b3">ϊδος, ὁ, ἡ,</b> acc. <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> νήϊδα <span class="bibl">Il.7.198</span>, <span class="bibl">A.R.3.32</span>, but νῆϊν <span class="bibl">Call. <span class="title">Aet.</span>1.1.33</span>, <span class="bibl">A.R.3.130</span>: (νη-, ἰδεῖν, εἰδέναι):—<b class="b2">unknowing of, unpractised in</b> a thing, οὐ νῆϊς ἀέθλων <span class="bibl">Od.8.179</span>: abs., Il.l.c.; ν. ἔτι χρυσέας Κύπριδος <span class="bibl">B.5.174</span>, cf. <span class="bibl">Call.<span class="title">Aet.</span>3.1.49</span>; <b class="b3">ναυτιλίης . . νῆϊν ἔχεις βίον</b> ib. <span class="bibl">1.1.33</span>, cf.Id.<span class="title">Aet.Oxy.</span>2079.2; <b class="b3">ν. πατρός</b> father<b class="b2">less</b>, <span class="bibl">Q.S.5.506</span>: Comp. νηϊδέστερος Hsch. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> (νη-, ἴς) <b class="b2">powerless, feeble</b>, Id., Suid.</span><br /><span class="bld">νῆϊς</span> (B), <b class="b3">ϊδος, ἡ,</b> <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[νηάς]], <span class="bibl">Heraclid.<span class="title">Pol.</span>30</span>, Phot.</span>
|Definition=(A), νῆϊδος, ὁ, ἡ acc.<br><span class="bld">A</span> νήϊδα Il.7.198, A.R.3.32, but νῆϊν Call. ''Aet.''1.1.33, A.R.3.130: (νη-, ἰδεῖν, εἰδέναι):—[[unknowing of]], [[unpractised in]] a thing, οὐ νῆϊς ἀέθλων Od.8.179: abs., Il.l.c.; ν. ἔτι χρυσέας Κύπριδος B.5.174, cf. Call.''Aet.''3.1.49; <b class="b3">ναυτιλίης… νῆϊν ἔχεις βίον</b> ib. 1.1.33, cf.Id.''Aet.Oxy.''2079.2; <b class="b3">ν. πατρός</b> father[[less]], Q.S.5.506: Comp. νηϊδέστερος [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]<br><span class="bld">II</span> (νη-, ἴς) [[powerless]], [[feeble]], Id., Suid.<br /><br />(B), <b class="b3">ϊδος, ἡ,</b> = [[νηάς]], Heraclid.''Pol.''30, Phot.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0251.png Seite 251]] ιδος ([[ἰδεῖν]]), unwissend, <b class="b2">unkundig</b>; Il. 7, 198; τινός, Od. 8, 179; Ap. Rh. 2, 417; Μουσέων, Ep. ad. 539 (IX, 583), u. öfter in der Anth.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0251.png Seite 251]] ιδος ([[ἰδεῖν]]), unwissend, [[unkundig]]; Il. 7, 198; τινός, Od. 8, 179; Ap. Rh. 2, 417; Μουσέων, Ep. ad. 539 (IX, 583), u. öfter in der Anth.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ϊδος (ὁ, ἡ)<br />ignorant de, gén..<br />'''Étymologie:''' νη-, [[εἰδέναι]].
|btext=ϊδος (ὁ, ἡ)<br />ignorant de, gén..<br />'''Étymologie:''' νη-, [[εἰδέναι]].
}}
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[νῆϊς]], ό, ἡ (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που δεν γνωρίζει [[τίποτε]], [[αδαής]], [[αμαθής]], [[άπειρος]] («[[νῆϊς]] ἔτι χρυσέας Κύπριδος», Βακχ.)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[νῆϊς]] πατρός» — ο [[χωρίς]] [[πατέρα]], [[απάτωρ]], [[ορφανός]] <b>(Κοϊντ.)</b>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. αντιστοιχεί με το λατ. <i>nescius</i> «αυτός που δεν γνωρίζει» (<span style="color: red;"><</span> <i>nescio</i>) και [[είναι]] σύνθ. λ. με α' συνθετικό το στερ. [[πρόθημα]] <i>νε</i>- (<b>βλ. λ.</b> <i>νη</i>-) και β' συνθετικό την μηδενισμένη [[βαθμίδα]] (<i>F</i>) <i>ιδ</i>- του (<i>F</i>)[[οἶδα]] «[[γνωρίζω]]». Η [[μορφή]] <i>νη</i>- με την οποία εμφανίζεται το στερ. [[πρόθημα]] έχει εξηγηθεί ως [[μετρική]] [[έκταση]] ενός αρχικού <i>νε</i>-, που όμως δεν μαρτυρείται σε [[άλλη]] ελλ. λ. Ωστόσο, η πιο πιθανή [[ερμηνεία]] [[είναι]] ότι ο τ. [[νῆϊς]] σχηματίστηκε αναλογικά [[προς]] τ. όπως [[νηλεής]], [[νημερτής]], όπου το -<i>νη</i>- προέρχεται από [[συναίρεση]] του <i>νε</i>- με το αρχικό [[φωνήεν]] του β' συνθετικού (<b>βλ. λ.</b> <i>νη</i>-)].<br /> <b>(II)</b><br />[[νῆϊς]], ό, ἡ (Α)<br /><b>1.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[δειλός]]»<br /><b>2.</b> ([[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]]) «[[ἀσθενής]], [[αδύνατος]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> στερ. [[πρόθημα]] <i>νη</i> <span style="color: red;">+</span> <i>ἴς</i> «[[ισχύς]], [[δύναμη]]»].<br /> <b>(III)</b><br />[[νῆϊς]], ἡ (Α)<br />[[νηάς]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''νῆϊς:''' -ϊδος, ὁ, ἡ (νη-, [[εἰδέναι]]), αιτ. <i>νήϊδα</i>, αυτός που δεν γνωρίζει ή δεν έχει [[εμπειρία]] σ' ένα [[ζήτημα]], [[άπειρος]], [[αδαής]]· με γεν., σε Ομήρ. Οδ.· αμτβ., σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''νῆϊς:''' ϊδος (ῐδ) adj. [νη- I + [[εἰδέναι]] несведущий, неопытный (ἀέθλων Hom.; Μουσέων Anth.).
}}
{{etym
|etymtx=<b class="b3">-ιδος</b>, <b class="b3">-ιδα</b><br />Grammatical information: adj.<br />Meaning: [[unknowing]], [[nescius]] (since H 198, θ 179).<br />Other forms: second. <b class="b3">-ιν</b>.<br />Origin: XX [etym. unknown]<br />Etymology: One might compare Lat. [[nescius]] from [[ne-scio]], [[νῆϊς]] (with metr. lengthening for <b class="b3">*νέϜις</b> in <b class="b3">νήϜιδ-ος</b>, <b class="b3">-α</b>?; diff. Debrunner Wortbildung $56), but our form can hardly be a univerbation from <b class="b3">*νε Ϝοῖδα</b> with the IE sentence negation <b class="b2">*ne</b>, of which there is no trace in Greek; s. Wackernagel Syntax 2, 252. Diff. Sturtevant Lang. 16, 85. After cases with following laryngeal (see on <b class="b3">νη-</b> etc.)?
}}
{{FriskDe
|ftr='''νῆϊς''': -ιδος, -ιδα,<br />{nē̃ïs}<br />'''Forms''': sekund. -ιν<br />'''Meaning''': [[unwissend]], [[nescius]] (ep. poet. seit ''H'' 198, θ 179).<br />'''Etymology''': Wie lat. ''nescius'' aus ''ne''-''scio'', kann [[νῆϊς]] (mit metr. Dehnung für *νέϝις in νήϝιδος, -α?; anders Debrunner Wortbildung ̨ 56) eine Univerbierung aus *νὲ ϝοῖδα mit der idg. Satznegation *''ne'' (vgl. νη-) sein; s. Wackernagel Syntax 2, 252 m. Lit. Anders Sturtevant Lang. 16, 85.<br />'''Page''' 2,314
}}
}}

Latest revision as of 15:56, 24 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νῆϊς Medium diacritics: νῆϊς Low diacritics: νήις Capitals: ΝΗΙΣ
Transliteration A: nē̂ïs Transliteration B: nēis Transliteration C: niis Beta Code: nh=i+s

English (LSJ)

(A), νῆϊδος, ὁ, ἡ acc.
A νήϊδα Il.7.198, A.R.3.32, but νῆϊν Call. Aet.1.1.33, A.R.3.130: (νη-, ἰδεῖν, εἰδέναι):—unknowing of, unpractised in a thing, οὐ νῆϊς ἀέθλων Od.8.179: abs., Il.l.c.; ν. ἔτι χρυσέας Κύπριδος B.5.174, cf. Call.Aet.3.1.49; ναυτιλίης… νῆϊν ἔχεις βίον ib. 1.1.33, cf.Id.Aet.Oxy.2079.2; ν. πατρός fatherless, Q.S.5.506: Comp. νηϊδέστερος Hsch.
II (νη-, ἴς) powerless, feeble, Id., Suid.

(B), ϊδος, ἡ, = νηάς, Heraclid.Pol.30, Phot.

German (Pape)

[Seite 251] ιδος (ἰδεῖν), unwissend, unkundig; Il. 7, 198; τινός, Od. 8, 179; Ap. Rh. 2, 417; Μουσέων, Ep. ad. 539 (IX, 583), u. öfter in der Anth.

French (Bailly abrégé)

ϊδος (ὁ, ἡ)
ignorant de, gén..
Étymologie: νη-, εἰδέναι.

Greek Monolingual

(I)
νῆϊς, ό, ἡ (Α)
1. αυτός που δεν γνωρίζει τίποτε, αδαής, αμαθής, άπειροςνῆϊς ἔτι χρυσέας Κύπριδος», Βακχ.)
2. φρ. «νῆϊς πατρός» — ο χωρίς πατέρα, απάτωρ, ορφανός (Κοϊντ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. αντιστοιχεί με το λατ. nescius «αυτός που δεν γνωρίζει» (< nescio) και είναι σύνθ. λ. με α' συνθετικό το στερ. πρόθημα νε- (βλ. λ. νη-) και β' συνθετικό την μηδενισμένη βαθμίδα (F) ιδ- του (F)οἶδα «γνωρίζω». Η μορφή νη- με την οποία εμφανίζεται το στερ. πρόθημα έχει εξηγηθεί ως μετρική έκταση ενός αρχικού νε-, που όμως δεν μαρτυρείται σε άλλη ελλ. λ. Ωστόσο, η πιο πιθανή ερμηνεία είναι ότι ο τ. νῆϊς σχηματίστηκε αναλογικά προς τ. όπως νηλεής, νημερτής, όπου το -νη- προέρχεται από συναίρεση του νε- με το αρχικό φωνήεν του β' συνθετικού (βλ. λ. νη-)].
(II)
νῆϊς, ό, ἡ (Α)
1. (κατά τον Ησύχ.) «δειλός»
2. (κατά το λεξ. Σούδα) «ἀσθενής, αδύνατος».
[ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. πρόθημα νη + ἴς «ισχύς, δύναμη»].
(III)
νῆϊς, ἡ (Α)
νηάς.

Greek Monotonic

νῆϊς: -ϊδος, ὁ, ἡ (νη-, εἰδέναι), αιτ. νήϊδα, αυτός που δεν γνωρίζει ή δεν έχει εμπειρία σ' ένα ζήτημα, άπειρος, αδαής· με γεν., σε Ομήρ. Οδ.· αμτβ., σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

νῆϊς: ϊδος (ῐδ) adj. [νη- I + εἰδέναι несведущий, неопытный (ἀέθλων Hom.; Μουσέων Anth.).

Frisk Etymological English

-ιδος, -ιδα
Grammatical information: adj.
Meaning: unknowing, nescius (since H 198, θ 179).
Other forms: second. -ιν.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: One might compare Lat. nescius from ne-scio, νῆϊς (with metr. lengthening for *νέϜις in νήϜιδ-ος, ?; diff. Debrunner Wortbildung $56), but our form can hardly be a univerbation from *νε Ϝοῖδα with the IE sentence negation *ne, of which there is no trace in Greek; s. Wackernagel Syntax 2, 252. Diff. Sturtevant Lang. 16, 85. After cases with following laryngeal (see on νη- etc.)?

Frisk Etymology German

νῆϊς: -ιδος, -ιδα,
{nē̃ïs}
Forms: sekund. -ιν
Meaning: unwissend, nescius (ep. poet. seit H 198, θ 179).
Etymology: Wie lat. nescius aus ne-scio, kann νῆϊς (mit metr. Dehnung für *νέϝις in νήϝιδος, -α?; anders Debrunner Wortbildung ̨ 56) eine Univerbierung aus *νὲ ϝοῖδα mit der idg. Satznegation *ne (vgl. νη-) sein; s. Wackernagel Syntax 2, 252 m. Lit. Anders Sturtevant Lang. 16, 85.
Page 2,314