ἀφρόντιστος: Difference between revisions
τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)
mNo edit summary |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=afrontistos | |Transliteration C=afrontistos | ||
|Beta Code=a)fro/ntistos | |Beta Code=a)fro/ntistos | ||
|Definition= | |Definition=ἀφρόντιστον,<br><span class="bld">A</span> [[thoughtless]], [[heedless]], X.''Smp.'' 6.6; Ἔρως Theoc.10.20; ἐς τὸ ἀ. ἐπαίρεσθαι D.C.47.11. Adv. [[ἀφροντίστως]] = [[without taking thought]], [[inconsiderately]], S.''Tr.''366, Timo 67.3; [[ἀφροντίστως ἔχειν]] = to [[be heedless]], [[Xenophon|X.]]''[[Cyropaedia|Cyr.]]''1.6.42; πρὸς τὸ μέλλον Plb.3.79.2; euphemism for <b class="b3">ἄφρων εἶναι</b>, [[Sophocles|S.]]''[[Ajax|Aj.]]''355.<br><span class="bld">2</span> [[without causing anxiety]], Ruf. ap. Orib.45.30.20.<br><span class="bld">II</span> Pass., [[unthought of]], [[unexpected]], ἐμοὶ δ' ἀγὼν ὅδ' οὐκ ἀ. . . ἦλθε A.''Ag.''1377. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Latest revision as of 09:05, 25 August 2023
English (LSJ)
ἀφρόντιστον,
A thoughtless, heedless, X.Smp. 6.6; Ἔρως Theoc.10.20; ἐς τὸ ἀ. ἐπαίρεσθαι D.C.47.11. Adv. ἀφροντίστως = without taking thought, inconsiderately, S.Tr.366, Timo 67.3; ἀφροντίστως ἔχειν = to be heedless, X.Cyr.1.6.42; πρὸς τὸ μέλλον Plb.3.79.2; euphemism for ἄφρων εἶναι, S.Aj.355.
2 without causing anxiety, Ruf. ap. Orib.45.30.20.
II Pass., unthought of, unexpected, ἐμοὶ δ' ἀγὼν ὅδ' οὐκ ἀ. . . ἦλθε A.Ag.1377.
Spanish (DGE)
-ον
I 1de pers. irreflexivo, imprudente εἰ. ἀ. ἐκαλούμην X.Smp.6.6, ὡφρόντιστος Ἔρως Theoc.10.20, ψυχή D.C.55.15.7
•subst. τὸ ἀφρόντιστον = imprudencia ἐς τὸ ἀφρόντιστον ὑπὸ τοῦ ... περιχαροῦς ἐπαίρεσθαι D.C.47.11.5.
2 de abstr. inesperado ἐμοὶ δ' ἀγὼν ὅδ' οὐκ ἀ. ... ἦλθε A.A.1377.
II adv. ἀφροντίστως
1 sin cuidado, despreocupadamente μηδέποτ' οὖν ἀφροντίστως ἔχε X.Cyr.1.6.42, δεῖ ... μὴ ἀφροντίστως αὐτῶν ἔχειν Aen.Tact.29.2, cf. Plb.3.79.2, Hld.1.2.2.
2 insensatamente, sin pensar δηλοῖ δὲ τοὔργον ὡς ἀφροντίστως ἔχει S.Ai.355, οὐκ ἀ. S.Tr.366, οὐκ ἀφροντίστως πατὴρ ... ἔθηκεν ... σωτηρίαν E.Med.914, ἀφροντίστως ... κατὰ ταὐτὰ μὴ προσέχων Timo SHell.841.3.
German (Pape)
[Seite 415] 1) sorglos, unbekümmert, Xen. Symp. 6, 6; τινός, um etwas, Plut.; ἀφροντίστως ἔχειν Xen. Cyr. 1, 6, 42. – 2) unvorhergesehen, Aesch. Ag. 1350. – 3) wahnsinnig, ἔρως Theocr. 10, 20; ὡς ἀφροντίστως ἔχει, er ist seiner Sinne nicht mächtig, Soph. Ai. 348.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 dont on ne se préoccupe pas, inattendu;
2 libre de soucis.
Étymologie: ἀ, φροντίζω.
Russian (Dvoretsky)
ἀφρόντιστος:
1 непредвиденный, неожиданный (ἀγών Aesch.);
2 беззаботный, беспечный Xen.;
3 не заботящийся, пренебрегающий (τινος Polyb., Plut.);
4 безрассудный (ἔρως Theocr.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀφρόντιστος: -ον, ὁ μὴ φροντίζων, ἄφροντις, ἀμέριμνος, ἀδιάφορος, Λατ. securus, Ξεν. Συμπ. 6, 6· ἔρως Θεόκρ. 10. 20· ― μετὰ γεν., τοῦ καλοῦ Πολύβ. 38. 1, 5. ― Ἐπίρρ. -τως Σοφ. Τρ. 366 Τίμων παρὰ Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 11. 1· ἀφρ. ἔχειν Ξεν. Κύρ. 1. 6, 42· ἀλλ’ ὡσαύτως, κατ’ εὐφημισμὸν ἀντὶ τοῦ ἄφρων εἶναι Σοφ. Αἴ. 355. ΙΙ. παθ., περὶ οὗ δὲν ἐσκέφθη τις, ἀπροσδόκητος, ἐμοὶ δ’ ἀγὼν ὅδ’ οὐκ ἀφρ… ἦλθε Αἰσχύλ. Ἀγ. 1377.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀφρόντιστος, -ον)
αφημένος χωρίς φροντίδα, παραμελημένος
αρχ.
1. αμέριμνος
2. αδιάφορος.
Greek Monotonic
ἀφρόντιστος: -ον (φροντίζω)·
I. απερίσκεπτος, απρόσεκτος, αυτός που δεν φροντίζει, Λατ. securus, σε Ξεν., Θεόκρ.· επίρρ. ἀφροντίστως, απερίσκεπτα, αδιάφορα, σε Σοφ.· ἀφροντίστως ἔχειν, είμαι απρόσεκτος, σε Ξεν.· επίσης, είμαι αναίσθητος, παράφρων, σε Σοφ.
II. Παθ., απερίσκεπτος, απροσδόκητος, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
φροντίζω
I. thoughtless, heedless, taking no care, Lat. securus, Xen., Theocr.:—adv. ἀφροντίστως, inconsiderately, Soph.; ἀφρ. ἔχειν to be heedless, Xen.; also to be senseless, demented, Soph.
II. pass. unthought of, unexpected, Aesch.