ὁδοιπορικός: Difference between revisions
ἔστιν οὖν τραγῳδία μίμησις πράξεως σπουδαίας καὶ τελείας μέγεθος ἐχούσης, ἡδυσμένῳ λόγῳ χωρὶς ἑκάστου τῶν εἰδῶν ἐν τοῖς μορίοις, δρώντων καὶ οὐ δι' ἀπαγγελίας, δι' ἐλέου καὶ φόβου περαίνουσα τὴν τῶν τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν → Tragedy is, then, a representation of an action that is heroic and complete and of a certain magnitude—by means of language enriched with all kinds of ornament, each used separately in the different parts of the play: it represents men in action and does not use narrative, and through pity and fear it effects relief to these and similar emotions.
m (Text replacement - "</span> ;" to "</span>;") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(5 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=odoiporikos | |Transliteration C=odoiporikos | ||
|Beta Code=o(doiporiko/s | |Beta Code=o(doiporiko/s | ||
|Definition= | |Definition=ὁδοιπορική, ὁδοιπορικόν, of or for a [[traveller]], ἐσθῆτες Plb.31.14.6; ἵπποι Poll.1.181: τὸ [[ὁδοιπορικόν]] (''[[sc.]]'' [[βιβλίον]]) [[guidebook]], Hieronym.Ep.8.8, ''Glossaria'' Adv. [[ὁδοιπορικῶς]] = [[like a traveller]], ἐσταλμένος Plu.Arat.21. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0293.png Seite 293]] ή, όν, zur Wanderung, Reise gehörig; ἐσθῆτες, Reisekleider, Pol. 31, 22, 6; [[βιβλίον]], Reisebeschreibung. – Adv. ὁδοιπορικῶς, Plut. Arat. 21. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0293.png Seite 293]] ή, όν, zur Wanderung, Reise gehörig; ἐσθῆτες, Reisekleider, Pol. 31, 22, 6; [[βιβλίον]], Reisebeschreibung. – Adv. ὁδοιπορικῶς, Plut. Arat. 21. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὁδοιπορικός:''' [[путевой]], [[дорожный]] ([[ἐσθής]] Polyb.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 18: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (ΑΜ [[ὁδοιπορικός]], -ή, -όν) [[οδοιπόρος]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[οδοιπορία]] και στον οδοιπόρο ή αυτός που [[είναι]] [[κατάλληλος]] για [[οδοιπορία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το οδοιπορικό</i>(<i>ν</i>)<br />α) [[λεπτομερής]] [[περιγραφή]] οδοιπορίας ή ταξιδιού και αντίστοιχο λογοτεχνικό [[έργο]]<br />β) <b>αρχ.</b> [[είδος]] περιγραφικού ταξιδιωτικού οδηγού της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας με δρομολόγια, αξιοθέατα, και ποικίλες πληροφορίες ή [[είδος]] τοπογραφικού [[χάρτη]] με γραμμές πορείας, αποστάσεις, σταθμούς, πόλεις κ.ά. στοιχεία<br />γ) <b>(τοπογρ.)</b> χαρτογραφική [[απεικόνιση]] της πορείας που διανύθηκε από έναν τοπογράφο ή από εξερευνητή<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα οδοιπορικά</i>- τα έξοδα μετακίνησης από έναν [[τόπο]] σε άλλον<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> [[οδηγός]] οδοιπόρου. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>οδοιπορικώς</i> και -<i>ά</i> (Α όδοιπορικώς)<br />με οδοιπορικό τρόπο, με [[οδοιπορία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «οδοιπορικώς, [[μαρς]]!»<br /><b>στρ.</b> [[παράγγελμα]] με το οποίο [[φάλαγγα]] που βαδίζει με στρατιωτικό [[βήμα]] διατάσσεται να μεταπέσει σε χαλαρωμένο βηματισμό. | |mltxt=-ή, -ό (ΑΜ [[ὁδοιπορικός]], -ή, -όν) [[οδοιπόρος]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[οδοιπορία]] και στον οδοιπόρο ή αυτός που [[είναι]] [[κατάλληλος]] για [[οδοιπορία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το οδοιπορικό</i>(<i>ν</i>)<br />α) [[λεπτομερής]] [[περιγραφή]] οδοιπορίας ή ταξιδιού και αντίστοιχο λογοτεχνικό [[έργο]]<br />β) <b>αρχ.</b> [[είδος]] περιγραφικού ταξιδιωτικού οδηγού της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας με δρομολόγια, αξιοθέατα, και ποικίλες πληροφορίες ή [[είδος]] τοπογραφικού [[χάρτη]] με γραμμές πορείας, αποστάσεις, σταθμούς, πόλεις κ.ά. στοιχεία<br />γ) <b>(τοπογρ.)</b> χαρτογραφική [[απεικόνιση]] της πορείας που διανύθηκε από έναν τοπογράφο ή από εξερευνητή<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα οδοιπορικά</i>- τα έξοδα μετακίνησης από έναν [[τόπο]] σε άλλον<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> [[οδηγός]] οδοιπόρου. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>οδοιπορικώς</i> και -<i>ά</i> (Α όδοιπορικώς)<br />με οδοιπορικό τρόπο, με [[οδοιπορία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «οδοιπορικώς, [[μαρς]]!»<br /><b>στρ.</b> [[παράγγελμα]] με το οποίο [[φάλαγγα]] που βαδίζει με στρατιωτικό [[βήμα]] διατάσσεται να μεταπέσει σε χαλαρωμένο βηματισμό. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:13, 25 August 2023
English (LSJ)
ὁδοιπορική, ὁδοιπορικόν, of or for a traveller, ἐσθῆτες Plb.31.14.6; ἵπποι Poll.1.181: τὸ ὁδοιπορικόν (sc. βιβλίον) guidebook, Hieronym.Ep.8.8, Glossaria Adv. ὁδοιπορικῶς = like a traveller, ἐσταλμένος Plu.Arat.21.
German (Pape)
[Seite 293] ή, όν, zur Wanderung, Reise gehörig; ἐσθῆτες, Reisekleider, Pol. 31, 22, 6; βιβλίον, Reisebeschreibung. – Adv. ὁδοιπορικῶς, Plut. Arat. 21.
Russian (Dvoretsky)
ὁδοιπορικός: путевой, дорожный (ἐσθής Polyb.).
Greek (Liddell-Scott)
ὁδοιπορικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς ὁδοιπορίαν, ἐσθὴς Πολύβ. 31. 22, 6· ἵπποι Πολυδ. Α΄, 181· - τὸ ὁδ. (δηλ. βιβλίον) «ὁδηγὸς» τῶν ὁδοιπόρων Sueton. Ἐπίρρ. -κῶς, ὡς ὁδοιπόρος, Πλουτ. Ἄρατ. 21.
Greek Monolingual
-ή, -ό (ΑΜ ὁδοιπορικός, -ή, -όν) οδοιπόρος
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην οδοιπορία και στον οδοιπόρο ή αυτός που είναι κατάλληλος για οδοιπορία
νεοελλ.
1. το ουδ. ως ουσ. το οδοιπορικό(ν)
α) λεπτομερής περιγραφή οδοιπορίας ή ταξιδιού και αντίστοιχο λογοτεχνικό έργο
β) αρχ. είδος περιγραφικού ταξιδιωτικού οδηγού της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας με δρομολόγια, αξιοθέατα, και ποικίλες πληροφορίες ή είδος τοπογραφικού χάρτη με γραμμές πορείας, αποστάσεις, σταθμούς, πόλεις κ.ά. στοιχεία
γ) (τοπογρ.) χαρτογραφική απεικόνιση της πορείας που διανύθηκε από έναν τοπογράφο ή από εξερευνητή
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα οδοιπορικά- τα έξοδα μετακίνησης από έναν τόπο σε άλλον
μσν.-αρχ.
το ουδ. ως ουσ. οδηγός οδοιπόρου.
επίρρ...
οδοιπορικώς και -ά (Α όδοιπορικώς)
με οδοιπορικό τρόπο, με οδοιπορία
νεοελλ.
φρ. «οδοιπορικώς, μαρς!»
στρ. παράγγελμα με το οποίο φάλαγγα που βαδίζει με στρατιωτικό βήμα διατάσσεται να μεταπέσει σε χαλαρωμένο βηματισμό.