πρόσθημα: Difference between revisions

From LSJ

κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (LSJ1 replacement)
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=prosthima
|Transliteration C=prosthima
|Beta Code=pro/sqhma
|Beta Code=pro/sqhma
|Definition=ατος, τό,= foreg. <span class="bibl">1.1</span>, <span class="bibl">E.<span class="title">El.</span>193</span> (lyr.), <span class="bibl">X.<span class="title">Mem.</span>3.10.13</span>. <span class="sense"><span class="bld">2</span> = [[πρόσθεμα]] ''III'', <span class="bibl">Hp.<span class="title">Nat.Mul.</span>32</span>.</span>
|Definition=-ατος, τό, = [[προσθήκη]] ([[addition]], [[appendage]], [[supplement]]) I.1, E. ''El.'' 193 (lyr.), [[Xenophon|X.]]''[[Memorabilia|Mem.]]'' 3.10.13. = [[πρόσθεμα]] III, Hp. ''Nat. Mul.'' 32.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0766.png Seite 766]] τό, = [[πρόσθεμα]]; Eur. El. 192; bei Xen. Mem. 3, 10, 13 dem [[φόρημα]] entgeggstzt.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0766.png Seite 766]] τό, = [[πρόσθεμα]]; Eur. El. 192; bei Xen. Mem. 3, 10, 13 dem [[φόρημα]] entgeggstzt.
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''πρόσθημα''': τό, = [[προσθήκη]] Ι, Εὐρ. Ἠλ. 191, Ξεν. Ἀπομν. 3. 10, 13.
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> ce qu'on applique;<br /><b>2</b> ce qu'on approche;<br /><b>3</b> ce qu'on ajoute, appendice.<br />'''Étymologie:''' [[προστίθημι]].
}}
{{elnl
|elnltext=πρόσθημα -ατος, τό [προστίθημι] [[aanhangsel]], [[toevoeging]].
}}
}}
{{bailly
{{elru
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> ce qu’on applique;<br /><b>2</b> ce qu’on approche;<br /><b>3</b> ce qu’on ajoute, appendice.<br />'''Étymologie:''' [[προστίθημι]].
|elrutext='''πρόσθημα:''' ατος τό привесок, украшение (χρύσεα προσθήματα Eur.; οὐ [[φόρημα]], ἀλλὰ π. Xen.).
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=το, ΝΑ, και [[πρόσθεμα]] Α [[προστίθημι]]<br />ό,τι προστίθεται σε [[κάτι]] [[άλλο]], [[προσθήκη]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>(οικον.)</b> [[φύλλο]] που προστίθεται σε συναλλαγματικές, γραμμάτια, επιταγές και άλλους τίτλους, όταν το αρχικό [[φύλλο]] δεν επαρκεί για τις οπισθογραφήσεις<br /><b>2.</b> <b>γραμμ.</b> το [[πρόσφυμα]]<br /><b>3.</b> <b>ζωολ.</b> το ανώτερο [[τμήμα]] της φυλλοειδούς ρινικής απόφυσης μερικών θηλαστικών της οικογένειας [[χειρόπτερα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αγροτεμάχιο που προστίθεται με [[αγορά]], [[διαθήκη]], ή άλλον τρόπο σε [[άλλη]] [[έκταση]]<br /><b>3.</b> το [[πέος]]<br /><b>4.</b> [[υπόθετο]] στη [[μήτρα]] ή στον πρωκτό για θεραπευτικούς σκοπούς<br /><b>5.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «τὰ πυγιαῑα».
|mltxt=το, ΝΑ, και [[πρόσθεμα]] Α [[προστίθημι]]<br />ό,τι προστίθεται σε [[κάτι]] [[άλλο]], [[προσθήκη]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>(οικον.)</b> [[φύλλο]] που προστίθεται σε συναλλαγματικές, γραμμάτια, επιταγές και άλλους τίτλους, όταν το αρχικό [[φύλλο]] δεν επαρκεί για τις οπισθογραφήσεις<br /><b>2.</b> <b>γραμμ.</b> το [[πρόσφυμα]]<br /><b>3.</b> <b>ζωολ.</b> το ανώτερο [[τμήμα]] της φυλλοειδούς ρινικής απόφυσης μερικών θηλαστικών της οικογένειας [[χειρόπτερα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αγροτεμάχιο που προστίθεται με [[αγορά]], [[διαθήκη]], ή άλλον τρόπο σε [[άλλη]] [[έκταση]]<br /><b>3.</b> το [[πέος]]<br /><b>4.</b> [[υπόθετο]] στη [[μήτρα]] ή στον πρωκτό για θεραπευτικούς σκοπούς<br /><b>5.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «τὰ πυγιαῖα».
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πρόσθημα:''' -ατος, τό, = [[προσθήκη]] I, σε Ευρ., Ξεν.
|lsmtext='''πρόσθημα:''' -ατος, τό, = [[προσθήκη]] I, σε Ευρ., Ξεν.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''πρόσθημα:''' ατος τό привесок, украшение (χρύσεα προσθήματα Eur.; οὐ [[φόρημα]], ἀλλὰ π. Xen.).
|lstext='''πρόσθημα''': τό, = [[προσθήκη]] Ι, Εὐρ. Ἠλ. 191, Ξεν. Ἀπομν. 3. 10, 13.
}}
{{elnl
|elnltext=πρόσθημα -ατος, τό [προστίθημι] aanhangsel, toevoeging.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[πρόσθημα]], ατος, τό, = [[προσθήκη]] I, Eur., Xen.]
|mdlsjtxt=[[πρόσθημα]], ατος, τό, = [[προσθήκη]] I, Eur., Xen.]
}}
}}

Latest revision as of 09:16, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρόσθημα Medium diacritics: πρόσθημα Low diacritics: πρόσθημα Capitals: ΠΡΟΣΘΗΜΑ
Transliteration A: prósthēma Transliteration B: prosthēma Transliteration C: prosthima Beta Code: pro/sqhma

English (LSJ)

-ατος, τό, = προσθήκη (addition, appendage, supplement) I.1, E. El. 193 (lyr.), X.Mem. 3.10.13. = πρόσθεμα III, Hp. Nat. Mul. 32.

German (Pape)

[Seite 766] τό, = πρόσθεμα; Eur. El. 192; bei Xen. Mem. 3, 10, 13 dem φόρημα entgeggstzt.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 ce qu'on applique;
2 ce qu'on approche;
3 ce qu'on ajoute, appendice.
Étymologie: προστίθημι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πρόσθημα -ατος, τό [προστίθημι] aanhangsel, toevoeging.

Russian (Dvoretsky)

πρόσθημα: ατος τό привесок, украшение (χρύσεα προσθήματα Eur.; οὐ φόρημα, ἀλλὰ π. Xen.).

Greek Monolingual

το, ΝΑ, και πρόσθεμα Α προστίθημι
ό,τι προστίθεται σε κάτι άλλο, προσθήκη
νεοελλ.
1. (οικον.) φύλλο που προστίθεται σε συναλλαγματικές, γραμμάτια, επιταγές και άλλους τίτλους, όταν το αρχικό φύλλο δεν επαρκεί για τις οπισθογραφήσεις
2. γραμμ. το πρόσφυμα
3. ζωολ. το ανώτερο τμήμα της φυλλοειδούς ρινικής απόφυσης μερικών θηλαστικών της οικογένειας χειρόπτερα
αρχ.
1. αγροτεμάχιο που προστίθεται με αγορά, διαθήκη, ή άλλον τρόπο σε άλλη έκταση
3. το πέος
4. υπόθετο στη μήτρα ή στον πρωκτό για θεραπευτικούς σκοπούς
5. (κατά τον Ησύχ.) «τὰ πυγιαῖα».

Greek Monotonic

πρόσθημα: -ατος, τό, = προσθήκη I, σε Ευρ., Ξεν.

Greek (Liddell-Scott)

πρόσθημα: τό, = προσθήκη Ι, Εὐρ. Ἠλ. 191, Ξεν. Ἀπομν. 3. 10, 13.

Middle Liddell

πρόσθημα, ατος, τό, = προσθήκη I, Eur., Xen.]