τριμελής: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (LSJ1 replacement)
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=trimelis
|Transliteration C=trimelis
|Beta Code=trimelh/s
|Beta Code=trimelh/s
|Definition=ές, [[consisting of three]] μέλη, νόμος Plu.2.1132d; v. [[τριμερής]].
|Definition=τριμελές, [[consisting of three]] μέλη, νόμος Plu.2.1132d; v. [[τριμερής]].
}}
{{ls
|lstext='''τρῐμελής''': -ές, ὁ συνιστάμενος ἐκ τριῶν μελῶν (πρβλ. [[τριμερής]]), Πλούτ. 2. 1132D.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />qui se compose de trois mélodies.<br />'''Étymologie:''' [[τρεῖς]], [[μέλος]].
|btext=ής, ές :<br />[[qui se compose de trois mélodies]].<br />'''Étymologie:''' [[τρεῖς]], [[μέλος]].
}}
}}
{{grml
{{pape
|mltxt=-ές, ΝΑ<br />αυτός που αποτελείται από [[τρία]] [[μέλη]] («[[τριμελής]] [[επιτροπή]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το τριμελές</i><br />δικαστήριο αποτελούμενο από [[τρία]] [[μέλη]] («η [[υπόθεση]] θα παραπεμφθεί στο τριμελές»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[μελής]] (<span style="color: red;"><</span> [[μέλος]]), <b>πρβλ.</b> <i>μονο</i>-[[μελής]]].
|ptext=ές,<br><b class="num">1</b> <i>[[dreigliederig]]</i>.<br><b class="num">2</b> <i>aus drei Liedern [[bestehend]]; eine Tonweise</i> hieß so, Plut.
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''τρῐμελής:''' муз. состоящий из трех напевов Plut.
|elrutext='''τρῐμελής:''' муз. состоящий из трех напевов Plut.
}}
{{ls
|lstext='''τρῐμελής''': -ές, ὁ συνιστάμενος ἐκ τριῶν μελῶν (πρβλ. [[τριμερής]]), Πλούτ. 2. 1132D.
}}
{{grml
|mltxt=-ές, ΝΑ<br />αυτός που αποτελείται από [[τρία]] [[μέλη]] («[[τριμελής]] [[επιτροπή]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το τριμελές</i><br />δικαστήριο αποτελούμενο από [[τρία]] [[μέλη]] («η [[υπόθεση]] θα παραπεμφθεί στο τριμελές»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[μελής]] (<span style="color: red;"><</span> [[μέλος]]), [[πρβλ]]. [[μονομελής]]].
}}
}}

Latest revision as of 09:29, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῐμελής Medium diacritics: τριμελής Low diacritics: τριμελής Capitals: ΤΡΙΜΕΛΗΣ
Transliteration A: trimelḗs Transliteration B: trimelēs Transliteration C: trimelis Beta Code: trimelh/s

English (LSJ)

τριμελές, consisting of three μέλη, νόμος Plu.2.1132d; v. τριμερής.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui se compose de trois mélodies.
Étymologie: τρεῖς, μέλος.

German (Pape)

ές,
1 dreigliederig.
2 aus drei Liedern bestehend; eine Tonweise hieß so, Plut.

Russian (Dvoretsky)

τρῐμελής: муз. состоящий из трех напевов Plut.

Greek (Liddell-Scott)

τρῐμελής: -ές, ὁ συνιστάμενος ἐκ τριῶν μελῶν (πρβλ. τριμερής), Πλούτ. 2. 1132D.

Greek Monolingual

-ές, ΝΑ
αυτός που αποτελείται από τρία μέλητριμελής επιτροπή»)
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το τριμελές
δικαστήριο αποτελούμενο από τρία μέλη («η υπόθεση θα παραπεμφθεί στο τριμελές»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -μελής (< μέλος), πρβλ. μονομελής].