ξιφουλκός: Difference between revisions
Τί ὕπνος; Καμάτων ἀνάπαυσις, ἰατρῶν κατόρθωμα, δεδεμένων λύσις, ἀγρυπνούντων σοφία, νοσούντων εὐχή, θανάτου εἰκών, ταλαιπωρούντων ἐπιθυμία, πάσης πνοῆς ἡσυχία, πλουσίων ἐπιτήδευμα, πενήτων ἀδολεσχία, καθημερινὴ μελέτη. → What is sleep? Rest from toil, the success of physicians, the release of those who are bound, the wisdom of the wakeful, what sick men pray for, an image of death, the desire of those who toil in hardship, the rest of all the spirit, a principal occupation of the rich, the idle chatter of poor men, a daily object of concern.
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ksifoulkos | |Transliteration C=ksifoulkos | ||
|Beta Code=cifoulko/s | |Beta Code=cifoulko/s | ||
|Definition= | |Definition=ξιφουλκόν, ([[ἕλκω]]) [[drawing a sword]], χείρ A.Eu.592. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ξιφουλκός]], -όν (Α)<br />αυτός που σύρει το [[ξίφος]] από τη [[θήκη]], που ξεσπαθώνει («ξιφουλκῷ χειρί», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξίφος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ουλκός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἕλκω]]), | |mltxt=[[ξιφουλκός]], -όν (Α)<br />αυτός που σύρει το [[ξίφος]] από τη [[θήκη]], που ξεσπαθώνει («ξιφουλκῷ χειρί», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξίφος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ουλκός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἕλκω]]), [[πρβλ]]. [[λιθουλκός]], [[τοξουλκός]]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Latest revision as of 09:36, 25 August 2023
English (LSJ)
ξιφουλκόν, (ἕλκω) drawing a sword, χείρ A.Eu.592.
German (Pape)
[Seite 280] das Schwert ziehend, χείρ, Aesch. Eum. 562.
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
qui tire l'épée.
Étymologie: ξίφος, ἕλκω.
Russian (Dvoretsky)
ξῐφουλκός: извлекающий из ножон (обнажающий) меч (χείρ Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
ξῐφουλκός: -όν, (ἕλκω) ὁ σύρων τὸ ξίφος, χεὶρ Αἰσχύλ. Εὐμ. 592.
Greek Monolingual
ξιφουλκός, -όν (Α)
αυτός που σύρει το ξίφος από τη θήκη, που ξεσπαθώνει («ξιφουλκῷ χειρί», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξίφος + -ουλκός (< ἕλκω), πρβλ. λιθουλκός, τοξουλκός].
Greek Monotonic
ξῐφουλκός: -όν (ἕλκω), αυτός που τραβάει, που σύρει το ξίφος από τη θήκη, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
ξῐφ-ουλκός, όν ἕλκω
drawing a sword, Aesch.