θεματικός: Difference between revisions

From LSJ

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=thematikos
|Transliteration C=thematikos
|Beta Code=qematiko/s
|Beta Code=qematiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[of]] or for a [[θέμα]]: </span><span class="sense"><span class="bld">I</span> [[that in which a valuable prize is proposed]], <b class="b3">ἀγὼν θ</b>., opp. [[στεφανίτης]] and [[φυλλίτης]], <span class="bibl">Poll.3.153</span>, cf. <span class="title">IG</span>3.128.20, <span class="title">IGRom.</span>4.1432.20, 1442.8 (Smyrna), <span class="title">LW</span>894.17 (Delph.); <b class="b3">τρόπος θ</b>. a style [[calculated for effect]], Plu.2.1135c; cf. [[θεματίτης]]. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[arbitrarily fixed]], [[traditional]], παρατηρήσεις Phld. <span class="title">Rh.</span>1.195S.: <b class="b3">-κόν, τό</b>, ib.151S. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> Gramm., [[primary]], not derivative, e.g. [[ἄμφω]], which has no sg., <span class="bibl"><span class="title">EM</span>91.33</span>: [[θεματικά]], [[τά]], [[elements]], ib.<span class="bibl">232.21</span>: Comp., <b class="b3">θεματικώτερα &lt;μέρη&gt; τοῦ λόγου ὀνόματά ἐστι καὶ ῥήματα</b> [[principal]] parts, <span class="bibl">A.D.<span class="title">Adv.</span>121.5</span>; <b class="b3">-ώτεραι αἱ πρωτότυποι ἐν τοῖς γένεσιν</b> the personal pronouns [[form]] their genders [[from different]] [[θέματα]], <span class="bibl">Id.<span class="title">Pron.</span>110.24</span>. Adv. Comp. <b class="b3">-ώτερον, κλιθῆναι</b> [[by means of different]] [[θέματα]], e.g. [[ἐγώ]], [[ἐμοῦ]], <span class="bibl">Id.<span class="title">Synt.</span>102.4</span>.</span>
|Definition=θεματική, θεματικόν,<br><span class="bld">A</span> of or for a [[θέμα]]:<br><span class="bld">I</span> [[that in which a valuable prize is proposed]], <b class="b3">ἀγὼν θ.</b>, opp. [[στεφανίτης]] and [[φυλλίτης]], Poll.3.153, cf. ''IG''3.128.20, ''IGRom.''4.1432.20, 1442.8 (Smyrna), ''LW''894.17 (Delph.); <b class="b3">τρόπος θ.</b> a style [[calculated for effect]], Plu.2.1135c; cf. [[θεματίτης]].<br><span class="bld">II</span> [[arbitrarily fixed]], [[traditional]], παρατηρήσεις Phld. ''Rh.''1.195S.: [[θεματικόν]], τό, ib.151S.<br><span class="bld">2</span> Gramm., [[primary]], not derivative, e.g. [[ἄμφω]], which has no sg., ''EM''91.33: [[θεματικά]], τά, [[elements]], ib.232.21: Comp., <b class="b3">θεματικώτερα τοῦ λόγου ὀνόματά ἐστι καὶ ῥήματα</b> [[principal]] parts, A.D.''Adv.''121.5; <b class="b3">θεματικώτεραι αἱ πρωτότυποι ἐν τοῖς γένεσιν</b> the personal pronouns [[form]] their genders [[from different]] [[θέματα]], Id.''Pron.''110.24. Adv. Comp. <b class="b3">θεματικώτερον, κλιθῆναι</b> [[by means of different]] [[θέματα]], e.g. [[ἐγώ]], [[ἐμοῦ]], Id.''Synt.''102.4.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 10:11, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θεμᾰτικός Medium diacritics: θεματικός Low diacritics: θεματικός Capitals: ΘΕΜΑΤΙΚΟΣ
Transliteration A: thematikós Transliteration B: thematikos Transliteration C: thematikos Beta Code: qematiko/s

English (LSJ)

θεματική, θεματικόν,
A of or for a θέμα:
I that in which a valuable prize is proposed, ἀγὼν θ., opp. στεφανίτης and φυλλίτης, Poll.3.153, cf. IG3.128.20, IGRom.4.1432.20, 1442.8 (Smyrna), LW894.17 (Delph.); τρόπος θ. a style calculated for effect, Plu.2.1135c; cf. θεματίτης.
II arbitrarily fixed, traditional, παρατηρήσεις Phld. Rh.1.195S.: θεματικόν, τό, ib.151S.
2 Gramm., primary, not derivative, e.g. ἄμφω, which has no sg., EM91.33: θεματικά, τά, elements, ib.232.21: Comp., θεματικώτερα τοῦ λόγου ὀνόματά ἐστι καὶ ῥήματα principal parts, A.D.Adv.121.5; θεματικώτεραι αἱ πρωτότυποι ἐν τοῖς γένεσιν the personal pronouns form their genders from different θέματα, Id.Pron.110.24. Adv. Comp. θεματικώτερον, κλιθῆναι by means of different θέματα, e.g. ἐγώ, ἐμοῦ, Id.Synt.102.4.

German (Pape)

[Seite 1193] zum Thema gehörig, einen aufgestellten Satz betreffend, Rhett. – Das, worauf ein Preis gesetzt ist, ἀγῶνες θεματικοί, im Gegensatz der στεφανῖται, Poll. 3, 153. – Ῥῆμα, Stammwort, auf welches die abgeleiteten Formen zurückgeführt werden können, Gramm. – Auch adv., θεματικώτερον, dem Thema entsprechender, Apoll. D. synt. 107, 13.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
fait, institué ou arrangé en vue d'un prix proposé.
Étymologie: θέμα.

Russian (Dvoretsky)

θεμᾰτικός:
1 рассчитанный на получение награды, бьющий на эффект (ῥυθμός Plut.);
2 грам. первоосновной, корневой (ῥῆμα).

Greek (Liddell-Scott)

θεμᾰτικός: -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς θέμα: 1) ἐκεῖνος δι’ ὃν πρόκειται βραβεῖον, ἀγών θ. = ἀργυρίτης, ἀντίθ. στεφανίτης καὶ φυλλίτης, Πολύδ. Γ΄, 153· ῥυθμὸς θ., μουσικὸς τρόπος ἔχων ὡς σκοπὸν μόνον τὴν ἐντύπωσιν, Πλούτ. 2. 1135D· πρβλ. θεματίτης. 2) ῥῆμαθ. ἢ θ. μόνον, πρωτότυπος λέξις, Ε. Μ. -θεματικώτερον, συμφωνότερον πρὸς τὴν ῥίζαν, Ἀπολλ. π. Συντάξ. 107. 3) οἱ θεματικοί, οἱ εἰς διαμέρισμά τι ἀνήκοντες ἄνθρωποι, ἐπαρχιῶται (θέμα 6), Βυζ.· - οἱ θ. κριταί, οἱ εἰς διαμέρισμά τι ἀνήκοντες δικασταί, ἐπαρχιακοί, Λατ. pedanei judices. Πανδέκτ.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM θεματικός) θέμα
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο θέμα λέξεως («θεματικό φωνήεν»)
νεοελλ.
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο θέμα της συζήτησης, στην ημερήσια διάταξη τών θεμάτων
μσν.
(στο Βυζάντιο) αυτός που ανήκει σε θέμα, σε διαμέρισμα του βυζαντινού κράτους