εὔεδρος: Difference between revisions
καὶ οἱ ἀμαθέστατοι τῶν ἰατρῶν τὸ αὐτὸ σοὶ ποιοῦσιν, ἐλεφαντίνους νάρθηκας καὶ σικύας ἀργυρᾶς ποιούμενοι καὶ σμίλας χρυσοκολλήτους: ὁπόταν δὲ καὶ χρήσασθαι τούτοις δέῃ, οἱ μὲν οὐδὲ ὅπως χρὴ μεταχειρίσασθαι αὐτὰ ἴσασιν → the most ignorant of doctors do the same as you, getting themselves ivory containers, silver cupping instruments, and gold-inlaid scalpels; but when it's time to use those things, they haven't the slightest notion of how to handle them
(2b) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(17 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=eyedros | |Transliteration C=eyedros | ||
|Beta Code=eu)/edros | |Beta Code=eu)/edros | ||
|Definition= | |Definition=εὔεδρον, ([[ἕδρα]])<br><span class="bld">A</span> [[on stately throne]], of gods, A.''Th.''96, 319 (both lyr.).<br><span class="bld">2</span> <b class="b3">εὔεδρος καθέδρα</b> a [[firm]] [[seat]] on [[horseback]], etc., Anon. ap. Suid.; <b class="b3">τὸ εὔ.</b> Ph.1.21; [[well-poised]], Apollod.''Poliorc.''157.3. Adv. [[εὐέδρως]], = [[βεβαίως]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]], Phot.<br><span class="bld">3</span> of ships, = [[ἐΰσσελμος]], Theoc.13.21.<br><span class="bld">4</span> [[well-fitting]], of building materials, [[Dionysius of Halicarnassus|D.H.]]''[[De Compositione Verborum|Comp.]]''6. Adv. [[εὐέδρως]], = [[εὐθέτως]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]<br><span class="bld">II</span> Pass., [[easy to sit]], ἵππος X.''Eq.''1.12 (Comp.).<br><span class="bld">III</span> [[in a right]] or [[lucky place]], <b class="b3">εὔεδρος ὄρνις</b> a bird of augury [[appearing in a lucky quarter]], Ael.''NA''16.16. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1063.png Seite 1063]] 1) mit gutem Sitz, schön thronend, μάκαρες Aesch. Spt. 03; π όλεως ῥυτῆρες 301; – [[Ἀργώ]], mit schönen Sitzen, Theocr. 13, 21, [[ὄρνις]] Ael. H. A. 16, 16, Glück bedeutend; – gut sitzend, passend, D. Hal. de C. V. 6. – 2)pass. gut, un Sitzen, εὐεδρότερον τὸν ἵππον παρέ γεται Xen. Equ. 1, 12, daß man bequemer darauf, sitzt. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1063.png Seite 1063]] 1) mit gutem Sitz, schön thronend, μάκαρες Aesch. Spt. 03; π όλεως ῥυτῆρες 301; – [[Ἀργώ]], mit schönen Sitzen, Theocr. 13, 21, [[ὄρνις]] Ael. H. A. 16, 16, Glück bedeutend; – gut sitzend, passend, D. Hal. de C. V. 6. – 2)pass. gut, un Sitzen, εὐεδρότερον τὸν ἵππον παρέ γεται Xen. Equ. 1, 12, daß man bequemer darauf, sitzt. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> [[qui repose sur de beaux sièges]];<br /><b>2</b> [[qui se pose favorablement]] ; qui se pose à droite <i>en parl. d'un oiseau, càd</i> d'heureux augure.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[ἕδρα]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''εὔεδρος:'''<br /><b class="num">1</b> [[восседающий на прекрасном троне]] (μάκαρες Aesch.);<br /><b class="num">2</b> [[снабженный прекрасными скамьями]] ([[Ἀργώ]] Theocr.);<br /><b class="num">3</b> [[с удобным для сидения хребтом]] ([[ἵππος]] Xen.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εὔεδρος''': -ον, ([[ἕδρα]]) ἔχων λαμπρὰν ἕδραν, ἢ καθήμενος ἐπὶ λαμπροῦ θρόνου, ἐπὶ θεοτήτων, Αἰσχύλ. Θήβ. 96, 319· [[καθέδρα]] [[εὔεδρος]], «ἀσφαλὴς καὶ βεβαία» Σουΐδ., δηλ. ἀσφαλὲς [[κάθισμα]] ἐπὶ τοῦ ἵππου. 2) ἐπὶ πλοίου, = [[ἐΰσσελμος]], Θεόκρ. 13. 21. ΙΙ. Παθ., [[ἵππος]] [[εὔεδρος]], ἐπὶ τοῦ ὁποίου ὁ ἱππεὺς κάθηται ἀσφαλῶς, Ξεν. Ἱππ. 1. 12. ΙΙΙ. ἐν καλῷ ἢ τυχηρῷ τόπῳ, [[εὔεδρος]] [[ὄρνις]], οἰωνὸς ἐμφανιζόμενος ἐν εὐθέτῳ καὶ καταλλήλῳ τόπῳ, Αἰλ. π. Ζ. 16. 16.· [[καθόλου]], ἁρμόζων, [[ἁρμόδιος]], Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 6. - Ἐπίρρ. εὐέδρως· «εὐθέτως, βεβαίως» Ἡσύχ. | |lstext='''εὔεδρος''': -ον, ([[ἕδρα]]) ἔχων λαμπρὰν ἕδραν, ἢ καθήμενος ἐπὶ λαμπροῦ θρόνου, ἐπὶ θεοτήτων, Αἰσχύλ. Θήβ. 96, 319· [[καθέδρα]] [[εὔεδρος]], «ἀσφαλὴς καὶ βεβαία» Σουΐδ., δηλ. ἀσφαλὲς [[κάθισμα]] ἐπὶ τοῦ ἵππου. 2) ἐπὶ πλοίου, = [[ἐΰσσελμος]], Θεόκρ. 13. 21. ΙΙ. Παθ., [[ἵππος]] [[εὔεδρος]], ἐπὶ τοῦ ὁποίου ὁ ἱππεὺς κάθηται ἀσφαλῶς, Ξεν. Ἱππ. 1. 12. ΙΙΙ. ἐν καλῷ ἢ τυχηρῷ τόπῳ, [[εὔεδρος]] [[ὄρνις]], οἰωνὸς ἐμφανιζόμενος ἐν εὐθέτῳ καὶ καταλλήλῳ τόπῳ, Αἰλ. π. Ζ. 16. 16.· [[καθόλου]], ἁρμόζων, [[ἁρμόδιος]], Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 6. - Ἐπίρρ. εὐέδρως· «εὐθέτως, βεβαίως» Ἡσύχ. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Α [[εὔεδρος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>(ορυκτ.)</b> ο [[κρύσταλλος]] που έχει κανονικές έδρες ή [[καθετί]] που έχει κανονικές κρυσταλλικές έδρες<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για θεούς) αυτός που έχει [[λαμπρή]] [[έδρα]], λαμπρό θρόνο («ἰὼ μάκαρες καὶ εὔεδροι», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που κάθεται καλά, [[στέρεα]]<br /><b>3.</b> εδραιωμένος καλά, ισορροπημένος<br /><b>4.</b> (για [[πλοίο]]) αυτός που έχει καλά καθίσματα, ο [[εΰσσελμος]]<br /><b>5.</b> ο [[ταιριαστός]], ο [[αρμόδιος]]<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> «[[καθέδρα]] [[εὔεδρος]]» — ασφαλές [[κάθισμα]] [[πάνω]] στο [[άλογο]]<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> «ὄρνιν οὐκ εὔεδρον» — [[οιωνός]] που δεν εμφανίζεται σε εύθετο χρόνο, Αιλ.). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>εὐέδρως</i> (Α)<br />βεβαίως.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>εδρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[έδρα]]), | |mltxt=-η, -ο (Α [[εὔεδρος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>(ορυκτ.)</b> ο [[κρύσταλλος]] που έχει κανονικές έδρες ή [[καθετί]] που έχει κανονικές κρυσταλλικές έδρες<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για θεούς) αυτός που έχει [[λαμπρή]] [[έδρα]], λαμπρό θρόνο («ἰὼ μάκαρες καὶ εὔεδροι», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που κάθεται καλά, [[στέρεα]]<br /><b>3.</b> εδραιωμένος καλά, ισορροπημένος<br /><b>4.</b> (για [[πλοίο]]) αυτός που έχει καλά καθίσματα, ο [[εΰσσελμος]]<br /><b>5.</b> ο [[ταιριαστός]], ο [[αρμόδιος]]<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> «[[καθέδρα]] [[εὔεδρος]]» — ασφαλές [[κάθισμα]] [[πάνω]] στο [[άλογο]]<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> «ὄρνιν οὐκ εὔεδρον» — [[οιωνός]] που δεν εμφανίζεται σε εύθετο χρόνο, Αιλ.). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>εὐέδρως</i> (Α)<br />βεβαίως.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>εδρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[έδρα]]), [[πρβλ]]. [[πολύεδρος]], [[πρόεδρος]]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''εὔεδρος:''' -ον ([[ἕδρα]]),<br /><b class="num">I. 1.</b> αυτός που έχει [[λαμπρή]] [[θέση]], αυτός που κάθεται σε επιβλητικό θρόνο, λέγεται για τους θεούς, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για [[πλοίο]], = <i> | |lsmtext='''εὔεδρος:''' -ον ([[ἕδρα]]),<br /><b class="num">I. 1.</b> αυτός που έχει [[λαμπρή]] [[θέση]], αυτός που κάθεται σε επιβλητικό θρόνο, λέγεται για τους θεούς, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για [[πλοίο]], = <i>ἐΰσσελμος</i>, σε Θεόκρ.<br /><b class="num">II.</b> Παθ., [[βολικός]], [[άνετος]], [[αναπαυτικός]], [[ἵππος]], σε Ξεν. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{mdlsj | ||
| | |mdlsjtxt=εὔ-εδρος, ον [[ἕδρα]]<br /><b class="num">I.</b> with [[beautiful]] [[seat]], on [[stately]] [[throne]], of gods, Aesch.<br /><b class="num">2.</b> of a [[ship]], = [[ἐΰσσελμος]], Theocr.<br /><b class="num">II.</b> [[pass]]. [[easy]] to sit, [[ἵππος]] Xen. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:14, 25 August 2023
English (LSJ)
εὔεδρον, (ἕδρα)
A on stately throne, of gods, A.Th.96, 319 (both lyr.).
2 εὔεδρος καθέδρα a firm seat on horseback, etc., Anon. ap. Suid.; τὸ εὔ. Ph.1.21; well-poised, Apollod.Poliorc.157.3. Adv. εὐέδρως, = βεβαίως, Hsch., Phot.
3 of ships, = ἐΰσσελμος, Theoc.13.21.
4 well-fitting, of building materials, D.H.Comp.6. Adv. εὐέδρως, = εὐθέτως, Hsch.
II Pass., easy to sit, ἵππος X.Eq.1.12 (Comp.).
III in a right or lucky place, εὔεδρος ὄρνις a bird of augury appearing in a lucky quarter, Ael.NA16.16.
German (Pape)
[Seite 1063] 1) mit gutem Sitz, schön thronend, μάκαρες Aesch. Spt. 03; π όλεως ῥυτῆρες 301; – Ἀργώ, mit schönen Sitzen, Theocr. 13, 21, ὄρνις Ael. H. A. 16, 16, Glück bedeutend; – gut sitzend, passend, D. Hal. de C. V. 6. – 2)pass. gut, un Sitzen, εὐεδρότερον τὸν ἵππον παρέ γεται Xen. Equ. 1, 12, daß man bequemer darauf, sitzt.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui repose sur de beaux sièges;
2 qui se pose favorablement ; qui se pose à droite en parl. d'un oiseau, càd d'heureux augure.
Étymologie: εὖ, ἕδρα.
Russian (Dvoretsky)
εὔεδρος:
1 восседающий на прекрасном троне (μάκαρες Aesch.);
2 снабженный прекрасными скамьями (Ἀργώ Theocr.);
3 с удобным для сидения хребтом (ἵππος Xen.).
Greek (Liddell-Scott)
εὔεδρος: -ον, (ἕδρα) ἔχων λαμπρὰν ἕδραν, ἢ καθήμενος ἐπὶ λαμπροῦ θρόνου, ἐπὶ θεοτήτων, Αἰσχύλ. Θήβ. 96, 319· καθέδρα εὔεδρος, «ἀσφαλὴς καὶ βεβαία» Σουΐδ., δηλ. ἀσφαλὲς κάθισμα ἐπὶ τοῦ ἵππου. 2) ἐπὶ πλοίου, = ἐΰσσελμος, Θεόκρ. 13. 21. ΙΙ. Παθ., ἵππος εὔεδρος, ἐπὶ τοῦ ὁποίου ὁ ἱππεὺς κάθηται ἀσφαλῶς, Ξεν. Ἱππ. 1. 12. ΙΙΙ. ἐν καλῷ ἢ τυχηρῷ τόπῳ, εὔεδρος ὄρνις, οἰωνὸς ἐμφανιζόμενος ἐν εὐθέτῳ καὶ καταλλήλῳ τόπῳ, Αἰλ. π. Ζ. 16. 16.· καθόλου, ἁρμόζων, ἁρμόδιος, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 6. - Ἐπίρρ. εὐέδρως· «εὐθέτως, βεβαίως» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α εὔεδρος, -ον)
νεοελλ.
(ορυκτ.) ο κρύσταλλος που έχει κανονικές έδρες ή καθετί που έχει κανονικές κρυσταλλικές έδρες
αρχ.
1. (για θεούς) αυτός που έχει λαμπρή έδρα, λαμπρό θρόνο («ἰὼ μάκαρες καὶ εὔεδροι», Αισχύλ.)
2. αυτός που κάθεται καλά, στέρεα
3. εδραιωμένος καλά, ισορροπημένος
4. (για πλοίο) αυτός που έχει καλά καθίσματα, ο εΰσσελμος
5. ο ταιριαστός, ο αρμόδιος
6. φρ. «καθέδρα εὔεδρος» — ασφαλές κάθισμα πάνω στο άλογο
7. φρ. «ὄρνιν οὐκ εὔεδρον» — οιωνός που δεν εμφανίζεται σε εύθετο χρόνο, Αιλ.).
επίρρ...
εὐέδρως (Α)
βεβαίως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -εδρος (< έδρα), πρβλ. πολύεδρος, πρόεδρος].
Greek Monotonic
εὔεδρος: -ον (ἕδρα),
I. 1. αυτός που έχει λαμπρή θέση, αυτός που κάθεται σε επιβλητικό θρόνο, λέγεται για τους θεούς, σε Αισχύλ.
2. λέγεται για πλοίο, = ἐΰσσελμος, σε Θεόκρ.
II. Παθ., βολικός, άνετος, αναπαυτικός, ἵππος, σε Ξεν.
Middle Liddell
εὔ-εδρος, ον ἕδρα
I. with beautiful seat, on stately throne, of gods, Aesch.
2. of a ship, = ἐΰσσελμος, Theocr.
II. pass. easy to sit, ἵππος Xen.