εὔεδρος: Difference between revisions

From LSJ

Ἐπ' ἀνδρὶ δυστυχοῦντι μὴ πλάσῃς κακόν → Miseri miseriae ne quid affingas mali → Vermehre nicht dem Unglücksraben noch sein Leid

Menander, Monostichoi, 145
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
m (LSJ1 replacement)
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=eyedros
|Transliteration C=eyedros
|Beta Code=eu)/edros
|Beta Code=eu)/edros
|Definition=ον, (ἕδρα) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[on stately throne]], of gods, <span class="bibl">A.<span class="title">Th.</span>96</span>, <span class="bibl">319</span> (both lyr.). </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> <b class="b3">εὔ. καθέδρα</b> [[a firm]] seat on horseback, etc., Anon. ap. Suid.; <b class="b3">τὸ εὔ</b>. <span class="bibl">Ph.1.21</span>; [[well-poised]], <span class="bibl">Apollod.<span class="title">Poliorc.</span>157.3</span>. Adv. -ρως, = [[βεβαίως]], Hsch., Phot. </span><span class="sense"><span class="bld">3</span> of ships, = [[ἐΰσσελμος]], <span class="bibl">Theoc.13.21</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">4</span> [[well-fitting]], of building materials, <span class="bibl">D.H. <span class="title">Comp.</span>6</span>. Adv. -ρως, = [[εὐθέτως]], Hsch. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> Pass., [[easy to sit]], ἵππος <span class="bibl">X.<span class="title">Eq.</span>1.12</span> (Comp.). </span><span class="sense"><span class="bld">III</span> [[in a right]] or [[lucky place]], <b class="b3">εὔεδρος ὄρνις</b> a bird of augury [[appearing in a lucky quarter]], <span class="bibl">Ael.<span class="title">NA</span>16.16</span>.</span>
|Definition=εὔεδρον, ([[ἕδρα]])<br><span class="bld">A</span> [[on stately throne]], of gods, A.''Th.''96, 319 (both lyr.).<br><span class="bld">2</span> <b class="b3">εὔεδρος καθέδρα</b> a [[firm]] [[seat]] on [[horseback]], etc., Anon. ap. Suid.; <b class="b3">τὸ εὔ.</b> Ph.1.21; [[well-poised]], Apollod.''Poliorc.''157.3. Adv. [[εὐέδρως]], = [[βεβαίως]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]], Phot.<br><span class="bld">3</span> of ships, = [[ἐΰσσελμος]], Theoc.13.21.<br><span class="bld">4</span> [[well-fitting]], of building materials, [[Dionysius of Halicarnassus|D.H.]]''[[De Compositione Verborum|Comp.]]''6. Adv. [[εὐέδρως]], = [[εὐθέτως]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]<br><span class="bld">II</span> Pass., [[easy to sit]], ἵππος X.''Eq.''1.12 (Comp.).<br><span class="bld">III</span> [[in a right]] or [[lucky place]], <b class="b3">εὔεδρος ὄρνις</b> a bird of augury [[appearing in a lucky quarter]], Ael.''NA''16.16.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1063.png Seite 1063]] 1) mit gutem Sitz, schön thronend, μάκαρες Aesch. Spt. 03; π όλεως ῥυτῆρες 301; – [[Ἀργώ]], mit schönen Sitzen, Theocr. 13, 21, [[ὄρνις]] Ael. H. A. 16, 16, Glück bedeutend; – gut sitzend, passend, D. Hal. de C. V. 6. – 2)pass. gut, un Sitzen, εὐεδρότερον τὸν ἵππον παρέ γεται Xen. Equ. 1, 12, daß man bequemer darauf, sitzt.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1063.png Seite 1063]] 1) mit gutem Sitz, schön thronend, μάκαρες Aesch. Spt. 03; π όλεως ῥυτῆρες 301; – [[Ἀργώ]], mit schönen Sitzen, Theocr. 13, 21, [[ὄρνις]] Ael. H. A. 16, 16, Glück bedeutend; – gut sitzend, passend, D. Hal. de C. V. 6. – 2)pass. gut, un Sitzen, εὐεδρότερον τὸν ἵππον παρέ γεται Xen. Equ. 1, 12, daß man bequemer darauf, sitzt.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> [[qui repose sur de beaux sièges]];<br /><b>2</b> [[qui se pose favorablement]] ; qui se pose à droite <i>en parl. d'un oiseau, càd</i> d'heureux augure.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[ἕδρα]].
}}
{{elru
|elrutext='''εὔεδρος:'''<br /><b class="num">1</b> [[восседающий на прекрасном троне]] (μάκαρες Aesch.);<br /><b class="num">2</b> [[снабженный прекрасными скамьями]] ([[Ἀργώ]] Theocr.);<br /><b class="num">3</b> [[с удобным для сидения хребтом]] ([[ἵππος]] Xen.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''εὔεδρος''': -ον, ([[ἕδρα]]) ἔχων λαμπρὰν ἕδραν, ἢ καθήμενος ἐπὶ λαμπροῦ θρόνου, ἐπὶ θεοτήτων, Αἰσχύλ. Θήβ. 96, 319· [[καθέδρα]] [[εὔεδρος]], «ἀσφαλὴς καὶ βεβαία» Σουΐδ., δηλ. ἀσφαλὲς [[κάθισμα]] ἐπὶ τοῦ ἵππου. 2) ἐπὶ πλοίου, = [[ἐΰσσελμος]], Θεόκρ. 13. 21. ΙΙ. Παθ., [[ἵππος]] [[εὔεδρος]], ἐπὶ τοῦ ὁποίου ὁ ἱππεὺς κάθηται ἀσφαλῶς, Ξεν. Ἱππ. 1. 12. ΙΙΙ. ἐν καλῷ ἢ τυχηρῷ τόπῳ, [[εὔεδρος]] [[ὄρνις]], οἰωνὸς ἐμφανιζόμενος ἐν εὐθέτῳ καὶ καταλλήλῳ τόπῳ, Αἰλ. π. Ζ. 16. 16.· [[καθόλου]], ἁρμόζων, [[ἁρμόδιος]], Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 6. - Ἐπίρρ. εὐέδρως· «εὐθέτως, βεβαίως» Ἡσύχ.
|lstext='''εὔεδρος''': -ον, ([[ἕδρα]]) ἔχων λαμπρὰν ἕδραν, ἢ καθήμενος ἐπὶ λαμπροῦ θρόνου, ἐπὶ θεοτήτων, Αἰσχύλ. Θήβ. 96, 319· [[καθέδρα]] [[εὔεδρος]], «ἀσφαλὴς καὶ βεβαία» Σουΐδ., δηλ. ἀσφαλὲς [[κάθισμα]] ἐπὶ τοῦ ἵππου. 2) ἐπὶ πλοίου, = [[ἐΰσσελμος]], Θεόκρ. 13. 21. ΙΙ. Παθ., [[ἵππος]] [[εὔεδρος]], ἐπὶ τοῦ ὁποίου ὁ ἱππεὺς κάθηται ἀσφαλῶς, Ξεν. Ἱππ. 1. 12. ΙΙΙ. ἐν καλῷ ἢ τυχηρῷ τόπῳ, [[εὔεδρος]] [[ὄρνις]], οἰωνὸς ἐμφανιζόμενος ἐν εὐθέτῳ καὶ καταλλήλῳ τόπῳ, Αἰλ. π. Ζ. 16. 16.· [[καθόλου]], ἁρμόζων, [[ἁρμόδιος]], Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 6. - Ἐπίρρ. εὐέδρως· «εὐθέτως, βεβαίως» Ἡσύχ.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui repose sur de beaux sièges;<br /><b>2</b> qui se pose favorablement ; qui se pose à droite <i>en parl. d’un oiseau, càd</i> d’heureux augure.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[ἕδρα]].
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 23: Line 26:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὔεδρος:''' -ον ([[ἕδρα]]),<br /><b class="num">I. 1.</b> αυτός που έχει [[λαμπρή]] [[θέση]], αυτός που κάθεται σε επιβλητικό θρόνο, λέγεται για τους θεούς, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για [[πλοίο]], = <i>ἐΰσσελμος</i>, σε Θεόκρ.<br /><b class="num">II.</b> Παθ., [[βολικός]], [[άνετος]], [[αναπαυτικός]], [[ἵππος]], σε Ξεν.
|lsmtext='''εὔεδρος:''' -ον ([[ἕδρα]]),<br /><b class="num">I. 1.</b> αυτός που έχει [[λαμπρή]] [[θέση]], αυτός που κάθεται σε επιβλητικό θρόνο, λέγεται για τους θεούς, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για [[πλοίο]], = <i>ἐΰσσελμος</i>, σε Θεόκρ.<br /><b class="num">II.</b> Παθ., [[βολικός]], [[άνετος]], [[αναπαυτικός]], [[ἵππος]], σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''εὔεδρος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[восседающий на прекрасном троне]] (μάκαρες Aesch.);<br /><b class="num">2)</b> [[снабженный прекрасными скамьями]] ([[Ἀργώ]] Theocr.);<br /><b class="num">3)</b> [[с удобным для сидения хребтом]] ([[ἵππος]] Xen.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=εὔ-εδρος, ον [[ἕδρα]]<br /><b class="num">I.</b> with [[beautiful]] [[seat]], on [[stately]] [[throne]], of gods, Aesch.<br /><b class="num">2.</b> of a [[ship]], = [[ἐΰσσελμος]], Theocr.<br /><b class="num">II.</b> [[pass]]. [[easy]] to sit, [[ἵππος]] Xen.
|mdlsjtxt=εὔ-εδρος, ον [[ἕδρα]]<br /><b class="num">I.</b> with [[beautiful]] [[seat]], on [[stately]] [[throne]], of gods, Aesch.<br /><b class="num">2.</b> of a [[ship]], = [[ἐΰσσελμος]], Theocr.<br /><b class="num">II.</b> [[pass]]. [[easy]] to sit, [[ἵππος]] Xen.
}}
}}

Latest revision as of 10:14, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔεδρος Medium diacritics: εὔεδρος Low diacritics: εύεδρος Capitals: ΕΥΕΔΡΟΣ
Transliteration A: eúedros Transliteration B: euedros Transliteration C: eyedros Beta Code: eu)/edros

English (LSJ)

εὔεδρον, (ἕδρα)
A on stately throne, of gods, A.Th.96, 319 (both lyr.).
2 εὔεδρος καθέδρα a firm seat on horseback, etc., Anon. ap. Suid.; τὸ εὔ. Ph.1.21; well-poised, Apollod.Poliorc.157.3. Adv. εὐέδρως, = βεβαίως, Hsch., Phot.
3 of ships, = ἐΰσσελμος, Theoc.13.21.
4 well-fitting, of building materials, D.H.Comp.6. Adv. εὐέδρως, = εὐθέτως, Hsch.
II Pass., easy to sit, ἵππος X.Eq.1.12 (Comp.).
III in a right or lucky place, εὔεδρος ὄρνις a bird of augury appearing in a lucky quarter, Ael.NA16.16.

German (Pape)

[Seite 1063] 1) mit gutem Sitz, schön thronend, μάκαρες Aesch. Spt. 03; π όλεως ῥυτῆρες 301; – Ἀργώ, mit schönen Sitzen, Theocr. 13, 21, ὄρνις Ael. H. A. 16, 16, Glück bedeutend; – gut sitzend, passend, D. Hal. de C. V. 6. – 2)pass. gut, un Sitzen, εὐεδρότερον τὸν ἵππον παρέ γεται Xen. Equ. 1, 12, daß man bequemer darauf, sitzt.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui repose sur de beaux sièges;
2 qui se pose favorablement ; qui se pose à droite en parl. d'un oiseau, càd d'heureux augure.
Étymologie: εὖ, ἕδρα.

Russian (Dvoretsky)

εὔεδρος:
1 восседающий на прекрасном троне (μάκαρες Aesch.);
2 снабженный прекрасными скамьями (Ἀργώ Theocr.);
3 с удобным для сидения хребтом (ἵππος Xen.).

Greek (Liddell-Scott)

εὔεδρος: -ον, (ἕδρα) ἔχων λαμπρὰν ἕδραν, ἢ καθήμενος ἐπὶ λαμπροῦ θρόνου, ἐπὶ θεοτήτων, Αἰσχύλ. Θήβ. 96, 319· καθέδρα εὔεδρος, «ἀσφαλὴς καὶ βεβαία» Σουΐδ., δηλ. ἀσφαλὲς κάθισμα ἐπὶ τοῦ ἵππου. 2) ἐπὶ πλοίου, = ἐΰσσελμος, Θεόκρ. 13. 21. ΙΙ. Παθ., ἵππος εὔεδρος, ἐπὶ τοῦ ὁποίου ὁ ἱππεὺς κάθηται ἀσφαλῶς, Ξεν. Ἱππ. 1. 12. ΙΙΙ. ἐν καλῷ ἢ τυχηρῷ τόπῳ, εὔεδρος ὄρνις, οἰωνὸς ἐμφανιζόμενος ἐν εὐθέτῳ καὶ καταλλήλῳ τόπῳ, Αἰλ. π. Ζ. 16. 16.· καθόλου, ἁρμόζων, ἁρμόδιος, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 6. - Ἐπίρρ. εὐέδρως· «εὐθέτως, βεβαίως» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α εὔεδρος, -ον)
νεοελλ.
(ορυκτ.) ο κρύσταλλος που έχει κανονικές έδρες ή καθετί που έχει κανονικές κρυσταλλικές έδρες
αρχ.
1. (για θεούς) αυτός που έχει λαμπρή έδρα, λαμπρό θρόνο («ἰὼ μάκαρες καὶ εὔεδροι», Αισχύλ.)
2. αυτός που κάθεται καλά, στέρεα
3. εδραιωμένος καλά, ισορροπημένος
4. (για πλοίο) αυτός που έχει καλά καθίσματα, ο εΰσσελμος
5. ο ταιριαστός, ο αρμόδιος
6. φρ. «καθέδρα εὔεδρος» — ασφαλές κάθισμα πάνω στο άλογο
7. φρ. «ὄρνιν οὐκ εὔεδρον» — οιωνός που δεν εμφανίζεται σε εύθετο χρόνο, Αιλ.).
επίρρ...
εὐέδρως (Α)
βεβαίως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -εδρος (< έδρα), πρβλ. πολύεδρος, πρόεδρος].

Greek Monotonic

εὔεδρος: -ον (ἕδρα),
I. 1. αυτός που έχει λαμπρή θέση, αυτός που κάθεται σε επιβλητικό θρόνο, λέγεται για τους θεούς, σε Αισχύλ.
2. λέγεται για πλοίο, = ἐΰσσελμος, σε Θεόκρ.
II. Παθ., βολικός, άνετος, αναπαυτικός, ἵππος, σε Ξεν.

Middle Liddell

εὔ-εδρος, ον ἕδρα
I. with beautiful seat, on stately throne, of gods, Aesch.
2. of a ship, = ἐΰσσελμος, Theocr.
II. pass. easy to sit, ἵππος Xen.