ἀκτέον: Difference between revisions
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
(6_20) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(12 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=akteon | |Transliteration C=akteon | ||
|Beta Code=a)kte/on | |Beta Code=a)kte/on | ||
|Definition=(ἄγω) < | |Definition=([[ἄγω]])<br><span class="bld">A</span> [[one must lead]], [[Plato|Pl.]]''[[Republic|R.]]'' 467e, etc.; [[one must treat]], τινὰς τρυφερώτερον Sor.2.9; [[one must bring]], εἰς ὑπόμνησιν Apollon.Cit. 3.<br><span class="bld">2</span> <b class="b3">εἰρήνην ἀκτέον</b> [[one must keep]] peace, And.3.40, D.8.5.<br><span class="bld">II</span> [[one must go]], [[march]], X.''HG''6.4.5.<br><span class="bld">III</span> Adj., ἀκτέος, α, ον, to [[be drawn]], γραμμαί Gal.16.406; to [[be led away]], ἐπὶ τὸ κολασθῆναι D.23 ''Arg.''2.3. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[hay que llevar]] τινὰς ἐπὶ τὴν θείαν Pl.<i>R</i>.467e<br /><b class="num">•</b>[[hay que traer]] τοῦτο ... εἰς ὑπόμνησιν Apollon.Cit.3.29<br /><b class="num">•</b>intr. c. sent. hostil [[hay que atacar]] ἐπὶ τοὺς ἄνδρας X.<i>HG</i> 6.4.5.<br /><b class="num">2</b> [[hay que mantener]] εἰρήνην And.3.40, D.8.5.<br /><b class="num">3</b> medic. [[hay que tratar]] τινὰς τρυφερώτερον Sor.98.29. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀκτέον:''' adj. verb. κ [[ἄγω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀκτέον''': ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ ἄγω, πρέπει τις να ἄγη, ὁδηγῆ, Πλάτ. Πολ. 467Ε, κτλ.· εἰρήνην [[ἀκτέον]], πρέπει τις νά τηρῇ εἰρήνην, Ἀνδοκ. 28. 28, Δημ. 91.11. ΙΙ. πρέπει νὰ ὑπάγῃ τις ἢ νὰ ἐλάσῃ, Ξεν. Ἑλλ. 6. 4, 5. | |lstext='''ἀκτέον''': ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ ἄγω, πρέπει τις να ἄγη, ὁδηγῆ, Πλάτ. Πολ. 467Ε, κτλ.· εἰρήνην [[ἀκτέον]], πρέπει τις νά τηρῇ εἰρήνην, Ἀνδοκ. 28. 28, Δημ. 91.11. ΙΙ. πρέπει νὰ ὑπάγῃ τις ἢ νὰ ἐλάσῃ, Ξεν. Ἑλλ. 6. 4, 5. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀκτέον:''' ρημ. επίθ. του [[ἄγω]],<br /><b class="num">I.</b> αυτό που πρέπει [[κάποιος]] να οδηγεί, σε Πλάτ. κ.λπ.· εἰρήνην [[ἀκτέον]], [[κάποιος]] πρέπει να διαφυλάσσει την [[ειρήνη]], σε Δημ.<br /><b class="num">II.</b> αυτό στο οποίο πρέπει [[κάποιος]] να [[πάει]] ή να οδεύσει, να προχωρήσει, σε Ξεν. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:24, 25 August 2023
English (LSJ)
(ἄγω)
A one must lead, Pl.R. 467e, etc.; one must treat, τινὰς τρυφερώτερον Sor.2.9; one must bring, εἰς ὑπόμνησιν Apollon.Cit. 3.
2 εἰρήνην ἀκτέον one must keep peace, And.3.40, D.8.5.
II one must go, march, X.HG6.4.5.
III Adj., ἀκτέος, α, ον, to be drawn, γραμμαί Gal.16.406; to be led away, ἐπὶ τὸ κολασθῆναι D.23 Arg.2.3.
Spanish (DGE)
1 hay que llevar τινὰς ἐπὶ τὴν θείαν Pl.R.467e
•hay que traer τοῦτο ... εἰς ὑπόμνησιν Apollon.Cit.3.29
•intr. c. sent. hostil hay que atacar ἐπὶ τοὺς ἄνδρας X.HG 6.4.5.
2 hay que mantener εἰρήνην And.3.40, D.8.5.
3 medic. hay que tratar τινὰς τρυφερώτερον Sor.98.29.
Russian (Dvoretsky)
ἀκτέον: adj. verb. κ ἄγω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκτέον: ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ ἄγω, πρέπει τις να ἄγη, ὁδηγῆ, Πλάτ. Πολ. 467Ε, κτλ.· εἰρήνην ἀκτέον, πρέπει τις νά τηρῇ εἰρήνην, Ἀνδοκ. 28. 28, Δημ. 91.11. ΙΙ. πρέπει νὰ ὑπάγῃ τις ἢ νὰ ἐλάσῃ, Ξεν. Ἑλλ. 6. 4, 5.
Greek Monotonic
ἀκτέον: ρημ. επίθ. του ἄγω,
I. αυτό που πρέπει κάποιος να οδηγεί, σε Πλάτ. κ.λπ.· εἰρήνην ἀκτέον, κάποιος πρέπει να διαφυλάσσει την ειρήνη, σε Δημ.
II. αυτό στο οποίο πρέπει κάποιος να πάει ή να οδεύσει, να προχωρήσει, σε Ξεν.