εὐνοϊκός: Difference between revisions

From LSJ

τὸν θάνατον τί φοβεῖσθε, τὸν ἡσυχίης γενετῆρα, τὸν παύοντα νόσους καὶ πενίης ὀδύνας → why fear ye death, the parent of repose, who numbs the sense of penury and pain

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (LSJ1 replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=evnoikos
|Transliteration C=evnoikos
|Beta Code=eu)noi+ko/s
|Beta Code=eu)noi+ko/s
|Definition=ή, όν, [[welldisposed]], [[kindly]], [[favourable]], εὐνοϊκωτέρους ὑπάρχειν τινί <span class="bibl">D.57.1</span>, cf. <span class="bibl">Amphis 1</span>: Sup. -ώτατος, περὶ τοὺς οἰκείους <span class="bibl">Lib.<span class="title">Decl.</span>49.16</span>. Adv. εὐνοϊκῶς, ἔχειν τινί <span class="bibl">X.<span class="title">HG</span>4.4.15</span>; πρός τινα <span class="bibl">Id.<span class="title">Mem.</span>2.6.34</span>, <span class="bibl">Arist. <span class="title">Rh.Al.</span>1436b18</span>; εὐ. διακεῖσθαι πρός τινα <span class="bibl">Isoc.12.237</span>; πρὸς τὴν πόλιν <span class="title">SIG</span>810.25 (Nero); εὐ. ἀκοῦσαι <span class="bibl">Hyp.<span class="title">Lyc.</span>19</span>; εὐ. προσδέχεσθαι <span class="bibl">D.18.7</span>: Comp. -ωτέρως <span class="bibl">Id.51.2</span>; -ώτερον <span class="bibl">Lib.<span class="title">Decl.</span>49.31</span>: Sup. -ώτατα <span class="bibl">X.<span class="title">Cyr.</span>8.4.1</span>.
|Definition=εὐνοϊκή, εὐνοϊκόν, [[welldisposed]], [[kindly]], [[favourable]], εὐνοϊκωτέρους ὑπάρχειν τινί D.57.1, cf. Amphis 1: Sup. εὐνοϊκώτατος, περὶ τοὺς οἰκείους Lib.''Decl.''49.16. Adv. [[εὐνοϊκῶς]], ἔχειν τινί X.''HG''4.4.15; πρός τινα Id.''Mem.''2.6.34, Arist. ''Rh.Al.''1436b18; εὐ. διακεῖσθαι πρός τινα Isoc.12.237; πρὸς τὴν πόλιν ''SIG''810.25 (Nero); εὐ. ἀκοῦσαι Hyp.''Lyc.''19; εὐ. προσδέχεσθαι D.18.7: Comp. -ωτέρως Id.51.2; εὐνοϊκώτερον Lib.''Decl.''49.31: Sup. εὐνοϊκώτατα [[Xenophon|X.]]''[[Cyropaedia|Cyr.]]''8.4.1.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />porté à la bienveillance, bienveillant.<br />'''Étymologie:''' [[εὔνοος]].
|btext=ή, όν :<br />[[porté à la bienveillance]], [[bienveillant]].<br />'''Étymologie:''' [[εὔνοος]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Latest revision as of 10:25, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐνοϊκός Medium diacritics: εὐνοϊκός Low diacritics: ευνοϊκός Capitals: ΕΥΝΟΪΚΟΣ
Transliteration A: eunoïkós Transliteration B: eunoikos Transliteration C: evnoikos Beta Code: eu)noi+ko/s

English (LSJ)

εὐνοϊκή, εὐνοϊκόν, welldisposed, kindly, favourable, εὐνοϊκωτέρους ὑπάρχειν τινί D.57.1, cf. Amphis 1: Sup. εὐνοϊκώτατος, περὶ τοὺς οἰκείους Lib.Decl.49.16. Adv. εὐνοϊκῶς, ἔχειν τινί X.HG4.4.15; πρός τινα Id.Mem.2.6.34, Arist. Rh.Al.1436b18; εὐ. διακεῖσθαι πρός τινα Isoc.12.237; πρὸς τὴν πόλιν SIG810.25 (Nero); εὐ. ἀκοῦσαι Hyp.Lyc.19; εὐ. προσδέχεσθαι D.18.7: Comp. -ωτέρως Id.51.2; εὐνοϊκώτερον Lib.Decl.49.31: Sup. εὐνοϊκώτατα X.Cyr.8.4.1.

German (Pape)

[Seite 1083] ή, όν, wohlwollend; εὐνοϊκώτερον ὑπάρχειν τινί, Dem. 57, I; Sp., wie Pol. 6, 6, 8; Luc. Tim. 15. – Adv. εὐνοϊκῶς, βοηθεῖν, Plat. Hipp. mai. 291 e; Xen. Mem. 2, 2, 12 u. A.; εὐνοϊκῶς ἔχειν τινί, gegen Einen wohlwollend sein, Xen. Hell. 4, 4, 15; Dem. 15, 22; πρός τινα, Xen. Mem. 2, 6, 34; τοῖς εὐν. πρὸς ὑμᾶς διακειμένοις Isocr. 12, 237; δικαίως ἂν ἔχοιτ' εὐνοϊκωτέρως ἐμοί Dem. 51, 2.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
porté à la bienveillance, bienveillant.
Étymologie: εὔνοος.

Russian (Dvoretsky)

εὐνοϊκός: хорошо расположенный, благожелательный, благосклонный (τινι Dem., Polyb., Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

εὐνοϊκός: -ή, -όν, ὡς και νῦν, καλῶς διατεθειμένος, ἀγαθός, εὐμενής, εὐνοϊκώτερον ὑπάρχει τινὶ Δημ. 1299. 13, πρβλ. Ἄμφ. ἐν «’Αθάμαντι» 1. -Ἐπίρρ., εὐνοϊκῶς ἔχειν τινὶ Ξεν. Ἑλλ. 4. 4, 15· πρός τινα ὁ αὐτ. ἐν Ἀπομν, 2. 6, 34· εὐν. διακεῖσθαι πρὸς τινα Ἰσοκρ. 282Β· ἀκοῦσαι εὐνοϊκῶς Ὑπερείδ. ὑπὲρ Λυκόφρ. XVΙ· εὐν. προσδέχεσθαι Δημ. 227. 22. -Συγκρ. -ωτέρως ὁ αὐτ. 1228. 14: Ὑπερθ. -ώτατα Ξεν. Κύρ. 8. 4. 1.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α εὐνοϊκός, -ή, -όν)
ο διατεθειμένος ευνοϊκά για κάποιον, ο ευμενής (α. «εὐνοϊκωτέρους ὑπάρχειν τινί», Δημοσθ.
β. «τον βρήκα ευνοϊκό απέναντι μου»)
νεοελλ.
1. αυτός που αρμόζει, που είναι σύμφωνος προς την επιθυμία κάποιου, αυτός που βοηθά σε κάτι που επιδιώκεται («ο καιρός είναι ευνοϊκός για ταξίδι»)
2. αυτός που φέρνει καλή τύχη, ο αίσιος, ο ευοίωνος.
επίρρ...
ευνοϊκώς και ευνοϊκά (Α εὐνοϊκῶς)
με ευνοϊκό τρόπο, με ευμενείς διαθέσεις, με συμπάθεια, καλόγνωμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ευνο- (του εύνους) + κατάλ. -ικός (πρβλ. απλοϊκός, νυκτοπλοϊκός)].

Greek Monotonic

εὐνοϊκός: -ή, -όν, ευνοϊκά προσκείμενος προς, αγαθός, ευμενής, σε Δημ.· επίρρ., εὐνοϊκῶς ἔχειν τινί ή πρός τινα, διάκειμαι ευνοϊκά ως προς..., σε Ξεν.

English (Woodhouse)

friendly, kindly disposed

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)