βληχάομαι: Difference between revisions

From LSJ

λύπης ἰατρός ἐστιν ἀνθρώποις λόγος → for men reason cures grief, for men reason is a healer of grief, a physician for grief is to people a word, pain's healer is a word to man, logos is a healer of man's anguish, talking through one's grief is therapeutic

Source
(6_5)
m (LSJ1 replacement)
 
(20 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=vlichaomai
|Transliteration C=vlichaomai
|Beta Code=blhxa/omai
|Beta Code=blhxa/omai
|Definition=aor. <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> ἐβληχησάμην <span class="title">AP</span> 7.657 (Leon.), <span class="bibl">Longus 3.13</span>:—<b class="b2">bleat</b>, of sheep and goats, προβατίων βληχωμένων <span class="bibl">Ar.<span class="title">Pax</span> 535</span>, <span class="bibl"><span class="title">Fr.</span>387.5</span>; <b class="b3">βληχώμενοι προβατίων αἰγῶν</b> τε . . μέλη <span class="bibl">Id.<span class="title">Pl.</span>293</span>; of infants, τὰ δὲ συγκύψανθ' ἅμα βληχᾶται <span class="bibl">Id.<span class="title">V.</span> 570</span>: metaph. of men, c. acc. cogn., πάταγον <span class="bibl">Porph.<span class="title">Chr.</span>35</span>; <b class="b3">βληχοῖντο</b> (as if from <b class="b3">βληχέομαι</b>) is v.l. for [[βληχῷντο]] in <span class="bibl">Theoc.16.92</span>.</span>
|Definition=aor. ἐβληχησάμην ''AP'' 7.657 (Leon.), Longus 3.13:—[[bleat]], of sheep and goats, προβατίων βληχωμένων Ar.''Pax'' 535, ''Fr.''387.5; <b class="b3">βληχώμενοι προβατίων αἰγῶν</b> τε… μέλη Id.''Pl.''293; of infants, τὰ δὲ συγκύψανθ' ἅμα βληχᾶται Id.''V.'' 570: metaph. of men, c. acc. cogn., πάταγον Porph.''Chr.''35; [[βληχοῖντο]] (as if from [[βληχέομαι]]) is [[varia lectio|v.l.]] for [[βληχῷντο]] in Theoc.16.92.
}}
{{DGE
|dgtxt=[[balar]] προβατίων βληχωμένων Ar.<i>Pax</i> 535, <i>Fr</i>.402.5, cf. Men.<i>Her</i>.73, μήλων χιλιάδες ... βληχῷντο Theoc.16.92, οἶες <i>AP</i> 7.657 (Leon.), ποίμνιον Longus 3.13.1, cf. 1.32.3, τὰ θρέμματα Hierocl.<i>Facet</i>.47, πρόβατον Ast.Am.<i>Hom</i>.5.8.3<br /><b class="num"></b>fig. de los miembros del coro imitando anim., Ar.<i>Pl</i>.293<br /><b class="num"></b>tb. en sent. irón. c. ac. int. βληχᾶσθαι καὶ κρώζειν ... τὸν ἔξηχον πάταγον balar y graznar la horrísona algarabía</i> de hombres y anim. tras la resurrección, Porph.<i>Chr</i>.35.<br /><b class="num">• Etimología:</b> v. [[βληχή]].
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0449.png Seite 449]] dep. med., blöken, von Schafen, VLL.; Ar. Pax 527 Plut. 293. Vom Geschrei der kleinen Kinder Ar. Vesp. 570. Bei Theocr. 16, 92 steht βληχοῖντο, wie von βληχέομαι.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0449.png Seite 449]] dep. med., blöken, von Schafen, VLL.; Ar. Pax 527 Plut. 293. Vom Geschrei der kleinen Kinder Ar. Vesp. 570. Bei Theocr. 16, 92 steht βληχοῖντο, wie von βληχέομαι.
}}
{{bailly
|btext=-ῶμαι;<br /><i>ao.</i> ἐβληχησάμην;<br /><b>1</b> [[bêler]];<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> pousser des vagissements.<br />'''Étymologie:''' [[βληχή]].
}}
{{elnl
|elnltext=[[βληχάομαι]] [[βληχή]] poët., blaten:; προβατίων βληχομένων van blatende schapen Aristoph. Pax 535; ook van kinderen. Aristoph. Ve. 570.
}}
{{elru
|elrutext='''βληχάομαι:''' (aor. ἐβληχησάμην)<br /><b class="num">1</b> [[блеять]] Arph., Anth.;<br /><b class="num">2</b> [[визжать]] Arph.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''βληχάομαι''': ἀόρ. ἐβληχησάμην Ἀνθ. Π. 7. 657, Λόγγος· ἀποθ.· - βελάζω, ἐπὶ ἀρνίων, σπαν. ἐπὶ αἰγῶν, προβατίων βληχωμένων Ἀριστοφ. Εἰρ. 535, πρβλ. Ἀποσπ. 344· βληχώμενοι προβατίων αἰγῶν τε … [[μέλη]] ὁ αὐτ. Πλ. 293· - [[ὡσαύτως]] ἐπὶ νηπίων, τὰ δὲ συγκύψανθ’ ἅμα βληχᾶται ὁ αὐτ. Σφ. 570· - παρὰ Θεοκρ. 16. 92 ἀντὶ τῆς εὐκτ. βληχοῖντο (ὡς εἰ ἐκ ῥήμ. –έομαι), ὁ Ahrens ἀναγινώσκει βληχῷντο. (Πρβλ. [[βληχή]], [[βληχάς]], Λατ. balo· Παλαιο-Γερ. bl ázu· Γερμ. blöken, Ἀγγλ. bleat. Ἡ [[λέξις]] [[εἶναι]] [[ἀπομίμησις]] τῶν φωνῶν τῶν ἀμνῶν καὶ σπανίως τῶν αἰγῶν, [[ὅπως]] τὸ [[μηκάομαι]], συνήθ. ἐπὶ αἰγῶν· οὕτω, [[μυκάομαι]] ἐπὶ ταύρων, [[βρυχάομαι]] ἐπὶ λεόντων, κτλ.).
|lstext='''βληχάομαι''': ἀόρ. ἐβληχησάμην Ἀνθ. Π. 7. 657, Λόγγος· ἀποθ.· - βελάζω, ἐπὶ ἀρνίων, σπαν. ἐπὶ αἰγῶν, προβατίων βληχωμένων Ἀριστοφ. Εἰρ. 535, πρβλ. Ἀποσπ. 344· βληχώμενοι προβατίων αἰγῶν τε … [[μέλη]] ὁ αὐτ. Πλ. 293· - [[ὡσαύτως]] ἐπὶ νηπίων, τὰ δὲ συγκύψανθ’ ἅμα βληχᾶται ὁ αὐτ. Σφ. 570· - παρὰ Θεοκρ. 16. 92 ἀντὶ τῆς εὐκτ. βληχοῖντο (ὡς εἰ ἐκ ῥήμ. –έομαι), ὁ Ahrens ἀναγινώσκει βληχῷντο. (Πρβλ. [[βληχή]], [[βληχάς]], Λατ. balo· Παλαιο-Γερ. bl ázu· Γερμ. blöken, Ἀγγλ. bleat. Ἡ [[λέξις]] [[εἶναι]] [[ἀπομίμησις]] τῶν φωνῶν τῶν ἀμνῶν καὶ σπανίως τῶν αἰγῶν, [[ὅπως]] τὸ [[μηκάομαι]], συνήθ. ἐπὶ αἰγῶν· οὕτω, [[μυκάομαι]] ἐπὶ ταύρων, [[βρυχάομαι]] ἐπὶ λεόντων, κτλ.).
}}
{{lsm
|lsmtext='''βληχάομαι:''' αόρ. αʹ <i>ἐβληχησάμην</i>, αποθ., [[βελάζω]], [[γογγύζω]], λέγεται για πρόβατα και αίγες, σε Αριστοφ.· χρησιμοποιείται και για βρέφη, στον ίδ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[From [[βληχή]]<br />Dep. to [[bleat]], of [[sheep]] and goats, Ar.; of infants, Ar.
}}
}}

Latest revision as of 10:30, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βληχάομαι Medium diacritics: βληχάομαι Low diacritics: βληχάομαι Capitals: ΒΛΗΧΑΟΜΑΙ
Transliteration A: blēcháomai Transliteration B: blēchaomai Transliteration C: vlichaomai Beta Code: blhxa/omai

English (LSJ)

aor. ἐβληχησάμην AP 7.657 (Leon.), Longus 3.13:—bleat, of sheep and goats, προβατίων βληχωμένων Ar.Pax 535, Fr.387.5; βληχώμενοι προβατίων αἰγῶν τε… μέλη Id.Pl.293; of infants, τὰ δὲ συγκύψανθ' ἅμα βληχᾶται Id.V. 570: metaph. of men, c. acc. cogn., πάταγον Porph.Chr.35; βληχοῖντο (as if from βληχέομαι) is v.l. for βληχῷντο in Theoc.16.92.

Spanish (DGE)

balar προβατίων βληχωμένων Ar.Pax 535, Fr.402.5, cf. Men.Her.73, μήλων χιλιάδες ... βληχῷντο Theoc.16.92, οἶες AP 7.657 (Leon.), ποίμνιον Longus 3.13.1, cf. 1.32.3, τὰ θρέμματα Hierocl.Facet.47, πρόβατον Ast.Am.Hom.5.8.3
fig. de los miembros del coro imitando anim., Ar.Pl.293
tb. en sent. irón. c. ac. int. βληχᾶσθαι καὶ κρώζειν ... τὸν ἔξηχον πάταγον balar y graznar la horrísona algarabía de hombres y anim. tras la resurrección, Porph.Chr.35.
• Etimología: v. βληχή.

German (Pape)

[Seite 449] dep. med., blöken, von Schafen, VLL.; Ar. Pax 527 Plut. 293. Vom Geschrei der kleinen Kinder Ar. Vesp. 570. Bei Theocr. 16, 92 steht βληχοῖντο, wie von βληχέομαι.

French (Bailly abrégé)

-ῶμαι;
ao. ἐβληχησάμην;
1 bêler;
2 p. ext. pousser des vagissements.
Étymologie: βληχή.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βληχάομαι βληχή poët., blaten:; προβατίων βληχομένων van blatende schapen Aristoph. Pax 535; ook van kinderen. Aristoph. Ve. 570.

Russian (Dvoretsky)

βληχάομαι: (aor. ἐβληχησάμην)
1 блеять Arph., Anth.;
2 визжать Arph.

Greek (Liddell-Scott)

βληχάομαι: ἀόρ. ἐβληχησάμην Ἀνθ. Π. 7. 657, Λόγγος· ἀποθ.· - βελάζω, ἐπὶ ἀρνίων, σπαν. ἐπὶ αἰγῶν, προβατίων βληχωμένων Ἀριστοφ. Εἰρ. 535, πρβλ. Ἀποσπ. 344· βληχώμενοι προβατίων αἰγῶν τε … μέλη ὁ αὐτ. Πλ. 293· - ὡσαύτως ἐπὶ νηπίων, τὰ δὲ συγκύψανθ’ ἅμα βληχᾶται ὁ αὐτ. Σφ. 570· - παρὰ Θεοκρ. 16. 92 ἀντὶ τῆς εὐκτ. βληχοῖντο (ὡς εἰ ἐκ ῥήμ. –έομαι), ὁ Ahrens ἀναγινώσκει βληχῷντο. (Πρβλ. βληχή, βληχάς, Λατ. balo· Παλαιο-Γερ. bl ázu· Γερμ. blöken, Ἀγγλ. bleat. Ἡ λέξις εἶναι ἀπομίμησις τῶν φωνῶν τῶν ἀμνῶν καὶ σπανίως τῶν αἰγῶν, ὅπως τὸ μηκάομαι, συνήθ. ἐπὶ αἰγῶν· οὕτω, μυκάομαι ἐπὶ ταύρων, βρυχάομαι ἐπὶ λεόντων, κτλ.).

Greek Monotonic

βληχάομαι: αόρ. αʹ ἐβληχησάμην, αποθ., βελάζω, γογγύζω, λέγεται για πρόβατα και αίγες, σε Αριστοφ.· χρησιμοποιείται και για βρέφη, στον ίδ.

Middle Liddell

[From βληχή
Dep. to bleat, of sheep and goats, Ar.; of infants, Ar.