βυσσοδομεύω: Difference between revisions

From LSJ

Νόμιζε κοινὰ πάντα δυστυχήματα → Commune cuivis crede, quod cuiquam accidit → Geh davon aus, dass jedes Unglück jedem droht

Menander, Monostichoi, 369
mNo edit summary
m (LSJ1 replacement)
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=vyssodomeyo
|Transliteration C=vyssodomeyo
|Beta Code=bussodomeu/w
|Beta Code=bussodomeu/w
|Definition=([[δομέω]]) [[build in the deep]]: hence, [[brood over]] a thing in the [[depth]] of one's [[soul]], [[ponder deeply]]; Hom. only in Od., always in bad sense, κακὰ φρεσὶ βυσσοδόμευον <span class="bibl">17.66</span>, al.; μύθους βυσσοδομεύω <span class="bibl">4.676</span>; δόλον φρεσὶ β. <span class="bibl">Hes.<span class="title">Sc.</span>30</span>: also in late Prose, ὀργὴν βυσσοδομεύω <span class="bibl">Luc.<span class="title">Cal.</span>24</span>; [[τὰ βυσσοδομευόμενα]] = [[secret designs]], <span class="bibl">Hld.7.11</span>:—also [[βυσσοδομέω]], <span class="bibl">Eust. 1513.46</span>, Suid.
|Definition=([[δομέω]]) [[build in the deep]]: hence, [[brood over]] a thing in the [[depth]] of one's [[soul]], [[ponder deeply]]; Hom. only in Od., always in bad sense, κακὰ φρεσὶ βυσσοδόμευον 17.66, al.; μύθους βυσσοδομεύω 4.676; δόλον φρεσὶ β. Hes.''Sc.''30: also in late Prose, ὀργὴν βυσσοδομεύω Luc.''Cal.''24; [[τὰ βυσσοδομευόμενα]] = [[secret designs]], Hld.7.11:—also [[βυσσοδομέω]], Eust. 1513.46, Suid.
}}
}}
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">• Alolema(s):</b> [[βυσσοδομέω]] Sud., Eust.1513.46<br />[[construir]], [[tramar en el fondo]], [[en su interior]] fig. κακά <i>Od</i>.20.184, (μύθους) οὓς ... ἐνὶ φρεσὶ βυσσοδόμευον <i>Od</i>.4.676, κακὰ φρεσί <i>Od</i>.8.273, 17.66, δόλον φρεσί Hes.<i>Sc</i>.30, βυσσοδομεύειν τὴν ὀργὴν [[abrigar]], [[fomentar]] un [[resentimiento]] [[solapado]]</i> Luc.<i>Cal</i>.24, [[βυσσοδομεύων]], εἴ πως τισαίμην <i>Od</i>.9.316, op. ‘[[decir]]’ ἕτερα μὲν λέγοντες, ἕτερα δὲ βυσσοδομεύοντες Vett.Val.380.30<br /><b class="num">•</b>en v. pas. [[τὰ βυσσοδομευόμενα]] = [[las intenciones solapadas]]</i> Hld.7.11.8.
|dgtxt=<b class="num">• Alolema(s):</b> [[βυσσοδομέω]] Sud., Eust.1513.46<br />[[construir en el fondo]], [[tramar en el fondo]], [[tramar en su interior]] fig. κακά <i>Od</i>.20.184, (μύθους) οὓς ... ἐνὶ φρεσὶ βυσσοδόμευον <i>Od</i>.4.676, κακὰ φρεσί <i>Od</i>.8.273, 17.66, δόλον φρεσί Hes.<i>Sc</i>.30, βυσσοδομεύειν τὴν ὀργὴν [[abrigar]], [[fomentar]] un [[resentimiento]] [[solapado]]</i> Luc.<i>Cal</i>.24, [[βυσσοδομεύων]], εἴ πως τισαίμην <i>Od</i>.9.316, op. ‘[[decir]]’ ἕτερα μὲν λέγοντες, ἕτερα δὲ βυσσοδομεύοντες Vett.Val.380.30<br /><b class="num">•</b>en v. pas. [[τὰ βυσσοδομευόμενα]] = [[las intenciones solapadas]]</i> Hld.7.11.8.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 10:31, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βυσσοδομεύω Medium diacritics: βυσσοδομεύω Low diacritics: βυσσοδομεύω Capitals: ΒΥΣΣΟΔΟΜΕΥΩ
Transliteration A: byssodomeúō Transliteration B: byssodomeuō Transliteration C: vyssodomeyo Beta Code: bussodomeu/w

English (LSJ)

(δομέω) build in the deep: hence, brood over a thing in the depth of one's soul, ponder deeply; Hom. only in Od., always in bad sense, κακὰ φρεσὶ βυσσοδόμευον 17.66, al.; μύθους βυσσοδομεύω 4.676; δόλον φρεσὶ β. Hes.Sc.30: also in late Prose, ὀργὴν βυσσοδομεύω Luc.Cal.24; τὰ βυσσοδομευόμενα = secret designs, Hld.7.11:—also βυσσοδομέω, Eust. 1513.46, Suid.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): βυσσοδομέω Sud., Eust.1513.46
construir en el fondo, tramar en el fondo, tramar en su interior fig. κακά Od.20.184, (μύθους) οὓς ... ἐνὶ φρεσὶ βυσσοδόμευον Od.4.676, κακὰ φρεσί Od.8.273, 17.66, δόλον φρεσί Hes.Sc.30, βυσσοδομεύειν τὴν ὀργὴν abrigar, fomentar un resentimiento solapado Luc.Cal.24, βυσσοδομεύων, εἴ πως τισαίμην Od.9.316, op. ‘decir’ ἕτερα μὲν λέγοντες, ἕτερα δὲ βυσσοδομεύοντες Vett.Val.380.30
en v. pas. τὰ βυσσοδομευόμενα = las intenciones solapadas Hld.7.11.8.

German (Pape)

[Seite 468] in der Tiefe bauen; im tiefen Herzensgrund ersinnen, nur von bösen, feindseligen Dingen; Hom. siebenmal. stets Versende: ἀλλ' ἀκέων κίνησε κάρη, κακὰ βυσσοδομεύων Odyss. 17, 465. 491. 20, 184; αὐτὰρ ἐγὼ λιπόμην κακὰ βυσσοδομεύων Odyss. 9, 316; βῆ ῥ' ἴμεν ἐς χαλκεῶνα κακὰ φρεσὶ βυσσοδομεύων Odyss. 8, 273; μνηστῆρες ἠγερέθοντο ἔσθλ' ἀγορεύοντες, κακὰ δὲ φρεσὶ βυσσοδόμευον Odyss. 17, 66; μύθων, οὓς μνηστῆρες ἐνὶ φρεσὶ βυσσοδόμευον Odyss. 4, 676; – δόλον Hes. Sc. 50; όργήν Luc. Calumn. 24; absolut, Opp. C. 1, 250; τὰ βυσσοδομευόμενα, heimliche Anschläge, Hel. 7, 11.

French (Bailly abrégé)

bâtir au fond (de son esprit ou de son cœur), càd machiner secrètement, d'ord. en mauv. part : κακά OD de mauvais desseins, μύθους OD méditer de mauvaises paroles.
Étymologie: βυσσός, δομέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βυσσοδομεύω βυσσός, δέμω in de diepte bouwen, alleen overdr.
1. beramen, broeden op:. κακά kwade plannen Od. 17.66; μύθους plannen Od. 4.676.
2. diep koesteren:. βυσσοδομεύει τὴν ὀργήν hij koestert een diepe woede Luc. 15.24.

Russian (Dvoretsky)

βυσσοδομεύω: втайне замышлять, тайно затевать, обдумывать про себя (κακά, μύθους ἐνὶ φρεσί Hom.; δόλον φρεσί Hes.): ὀργὴν β. Luc. таить в себе злобу.

English (Autenrieth)

(βυσσός, δέμω): build in the depths, brood, always in bad sense; κακὰ φρεσί, Od. 17.66. (Od.)

Greek Monolingual

βυσσοδομεύω (Α)
βυσσοδομώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος —για μετρικούς λόγους— σε -εύω τύπος του ρ. βυσσοδομώ, που είναι αμάρτυρος στην Αρχαία και που μαρτυρείται μόνον αργότερα στη Μεσαιωνική].

Greek Monotonic

βυσσοδομεύω: μόνο στη μτχ. ενεστ., (δομέω), χτίζω σε βάθος· μεταφ., επωάζω μέσα μου μια σκέψη, την αναδεύω στα βάθη της ψυχής μου, συλλογίζομαι βαθιά, σε Ομήρ. Οδ.

Greek (Liddell-Scott)

βυσσοδομεύω: (δομέω) οἰκοδομῶ ἐν τῷ βάθει, ὅθεν, σκέπτομαι περί τινος πράγματος ἐν τῷ βάθει τῆς ψυχῆς μου, κατὰ βάθος καὶ κατ’ ἐμαυτὸν σκέπτομαι καὶ κρίνω, Ὅμ.· μόνον ἐν Ὀδυσσ. ἀείποτε ἐπὶ κακῆς σημασίας, κακὰ φρεσσὶ βυσσοδομεύων Ρ. 66, κτλ.· ὡσαύτως, μύθους βυσσοδ. Δ. 676· οὕτω, δόλον φρεσὶ βυσσοδ. Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 30· οὕτω παρὰ μεταγεν. συγγραφ., ὀργὴν βυσσοδ. Λουκ. Διαβολ. 24· τὰ βυσσοδομευόμενα, μυστικὰ σχέδια, Ἡλιόδ. 7. 11· ― ὡσαύτως -δομέω Εὐστ. 1513. 46, Σουΐδ.

Middle Liddell

δομέω only in pres. part.]
to build in the deep: metaph. to brood over a thing in the depth of one's soul, ponder deeply, Od.

English (Woodhouse)

ponder, brood on, contemplate mentally, cudgel one's brains, meditate on, ponder on, rack one's brains, reflect on, reflect upon, take into consideration, think of, wrack one's brains

⇢ Look up "βυσσοδομεύω" on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)