ὑπεροπτικός: Difference between revisions
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=yperoptikos | |Transliteration C=yperoptikos | ||
|Beta Code=u(peroptiko/s | |Beta Code=u(peroptiko/s | ||
|Definition= | |Definition=ὑπεροπτική, ὑπεροπτικόν,<br><span class="bld">A</span> [[contemptuous]], [[disdainful]], Isoc.1.30, 12.241, Luc.''Nigr.''1, etc.; ἠπείλησεν ὑπεροπτικά Id.''DDeor.''21.1; τὸ ὑπεροπτικώτατον D.17.26. Adv. [[ὑπεροπτικῶς]] X.''HG''7.1.18, Str.8.6.23: Comp. ὑπεροπτικώτερον Plb. 5.46.6: Sup. ὑπεροπτικώτατα D.C.49.7.<br><span class="bld">2</span> c. gen., ἀδικία ἕξις ὑ. νόμων Pl.''Def.''416a. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 10:31, 25 August 2023
English (LSJ)
ὑπεροπτική, ὑπεροπτικόν,
A contemptuous, disdainful, Isoc.1.30, 12.241, Luc.Nigr.1, etc.; ἠπείλησεν ὑπεροπτικά Id.DDeor.21.1; τὸ ὑπεροπτικώτατον D.17.26. Adv. ὑπεροπτικῶς X.HG7.1.18, Str.8.6.23: Comp. ὑπεροπτικώτερον Plb. 5.46.6: Sup. ὑπεροπτικώτατα D.C.49.7.
2 c. gen., ἀδικία ἕξις ὑ. νόμων Pl.Def.416a.
German (Pape)
[Seite 1199] ή, όν, Andere zu verachten od. verächtlich zu behandeln gewohnt, dazu geneigt; Isocr. 1, 30; Plat. defin. 416; τοῦ πλείονος, Aristipp. bei D. L. 2, 72; – adv. ὑπεροπτικῶς, τινός, Xen. Hell. 7, 1, 18; ὑπεροπτικώτερον χρῆσθαι τοῖς φίλοις Pol. 5, 46, 6; Luc. Nigr. 1 D. D. 22 u. öfter.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
méprisant, dédaigneux de, gén;
Sp. ὑπεροπτικώτατος.
Étymologie: ὑπερόψομαι.
Russian (Dvoretsky)
ὑπεροπτικός: исполненный презрения, презрительный Isocr., Luc.: ὑ. τινος Plat. презирающий что-л.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπεροπτικός: -ή, -όν, καταφρονητικός, περιφρονητικός, ὑπερήφανος, Ἰσοκρ. 8D, 283Β, Λουκ., κλπ.· τὸ ὑπεροπτικώτατον Δημ. 218 ἐν τέλει. - Ἐπίρρ. -κῶς, Ξενοφ. Ἑλλ. 7. 1, 18. - Συγκρ. -ώτερον Πολυβ. 5. 46, 6· ὑπερθ. -ώτατα Δίων Κ. 49. 7. 2) μετὰ γεν., ἀδικία ἕξις ὑπ. τῶν νόμων Πλάτ. Ὅροι 416Α.
Greek Monolingual
-ή, -ό / ὑπεροπτικός, -ή, -όν, ΝΜΑ ὑπερόπτης / ὑπέροπτος
αυτός που έχει την τάση ή τη συνήθεια να περιφρονεί τους άλλους, υπερόπτης, αλαζόνας
νεοελλ.
1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει σε υπερόπτη, αλαζονικός, υπερφίαλος («υπεροπτικό φέρσιμο»)
2. ανατ. αυτός που βρίσκεται πάνω από το οπτικό χίασμα.
επίρρ...
υπεροπτικώς / ὑπεροπτικῶς ΝΜΑ, και υπεροπτικά Ν
με υπεροπτικό, με περιφρονητικό τρόπο.
Greek Monotonic
ὑπεροπτικός: -ή, -όν, προδιατεθειμένος να περιφρονεί τους άλλους, περιφρονητικός, καταφρονητικός, σε Ισοκρ., Δημ.· επίρρ. -κῶς, σε Ξεν.
Middle Liddell
ὑπεροπτικός, ή, όν [from ὑπερόπτης
disposed to despise others, contemptuous, disdainful, Isocr., Dem.:—adv. -κῶς, Xen.