κυρηβάζω: Difference between revisions
λέγεις, ἃ δὲ λέγεις ἕνεκα τοῦ λαβεῖν λέγεις → you speak, but you say what you say for the sake of gain (Menander, fr. 776)
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kyrivazo | |Transliteration C=kyrivazo | ||
|Beta Code=kurhba/zw | |Beta Code=kurhba/zw | ||
|Definition=fut. -άσω | |Definition=fut. -άσω [[Aristophanes|Ar.]]''[[The Knights|Eq.]]''272:—prop.<br><span class="bld">A</span> [[butt with the horns]], like goats or rams, Sch.Ar. [[l.c.]]: metaph., <b class="b3">τὸ σκέλος κυρηβάσει</b> [[he shall butt against]] my leg, Ar. [[l.c.]]: aor. Med. κυρηβάσασθαι Cratin. 462.<br><span class="bld">II</span> metaph. in Med., = [[λοιδοροῦμαι]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] (κυριβ- cod.), Phot. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<b>1</b> frapper à coups de cornes;<br /><b>2</b> <i>p. ext. c.</i> [[διαμάχομαι]].<br />'''Étymologie:''' v. [[κυρίττω]]. | |btext=<b>1</b> [[frapper à coups de cornes]];<br /><b>2</b> <i>p. ext. c.</i> [[διαμάχομαι]].<br />'''Étymologie:''' v. [[κυρίττω]]. | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext= | |elnltext=κυρηβάζω [~ κυρίττω] met de horens stoten (tegen), rammen. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Latest revision as of 10:33, 25 August 2023
English (LSJ)
fut. -άσω Ar.Eq.272:—prop.
A butt with the horns, like goats or rams, Sch.Ar. l.c.: metaph., τὸ σκέλος κυρηβάσει he shall butt against my leg, Ar. l.c.: aor. Med. κυρηβάσασθαι Cratin. 462.
II metaph. in Med., = λοιδοροῦμαι, Hsch. (κυριβ- cod.), Phot.
German (Pape)
[Seite 1536] wie die Böcke mit den Hörnern stoßen u. kämpfen; ἢν δ' ὑπεκκλίνῃ γε δευρί, τὸ σκέλος κυρηβάσει Ar. Equ. 272, er wird sich an meinen Beinen den Kopf stoßen; VLL., wo es auch κυριβάζειν geschrieben wird, erkl. einfach μαχήσεται, aber auch λοιδορεῖσθαι, also = mit Worten streiten, schimpfen.
French (Bailly abrégé)
1 frapper à coups de cornes;
2 p. ext. c. διαμάχομαι.
Étymologie: v. κυρίττω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κυρηβάζω [~ κυρίττω] met de horens stoten (tegen), rammen.
Russian (Dvoretsky)
κῠρηβάζω: бить рогами, бодать (τὸ σκέλος Arph.).
Greek (Liddell-Scott)
κῠρηβάζω: μέλλ. -άσω, μάχομαι, πλήττω, κτυπῶ διὰ τῶν κεράτων, ὡς διαμάχονται τύπτοντες ἀλλήλους ταῖς κεφαλαῖς οἱ τράγοι καὶ οἱ κριοί, Σχολ. Ἀριστοφ. εἰς Ἱππ. 272· μεταφ., τὸ σκέλος κηρηβάσει, θά μου κερατίσῃ τὸ σκέλος, ἢ τὸ σκέλος μου θὰ τὸν λακτίσῃ, Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ.· μέσ. ἀόρ. κυρηβάσασθαι μνημονεύεται ἐκ τοῦ Κρατίν. (ἐν Ἀδήλ. 69). ΙΙ. μεταφ., ὡσαύτως ἀντὶ τοῦ λοιδορέω, Φώτ., πρβλ. κυρίσσω.
Greek Monolingual
κυρηβάζω και, κατά τον Ησύχ., κυριβάζω (Α)
1. χτυπώ με τα κέρατα σαν τράγος ή σαν κριάρι
2. γεν. μάχομαι
3. μτφ. προσκρούω, πλήττω, χτυπώ («ἤν δ' ὑπεκκλίνῃ γε δευρί, τὸ σκέλος κυρηβάσει», Αριστοφ.)
4. μέσ. κυρηβάζομαι και κυριβάζομαι
(μτφ) λοιδορούμαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. του κυρίττω «χτυπώ με τα κέρατα», με δυσερμήνευτο σχηματισμό].
Greek Monotonic
κῠρηβάζω: μέλ. -άσω, μάχομαι, χτυπώ με τα κέρατα· μεταφ., τὸ σκέλος κυρηβάσει, το πόδι μου θα τον χτυπήσει ή θα αντιμετωπίσει το πόδι μου, θα τον κλωτσήσει, σε Αριστοφ. (πιθ. συγγενές προς το κυρίσσω).
Middle Liddell
κῠρηβάζω, fut. -άσω
to butt with the horns: metaph., τὸ σκέλος κυρηβάσει he shall come butt against my leg, or my leg shall butt him, kick him, Ar. [Perh. akin to κυρίσσω.]