ῥευστός: Difference between revisions
Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=refstos | |Transliteration C=refstos | ||
|Beta Code=r(eusto/s | |Beta Code=r(eusto/s | ||
|Definition= | |Definition=ῥευστή, ῥευστόν,<br><span class="bld">A</span> [[in a state of flux]], [[flowing]], ἔργα Emp.121.3; ἡ ὕλη Arist.''Fr.''207, S.E.''P.''1.217, Porph.''Antr.''5; of time flowing away, Ath.Mech.3.10.<br><span class="bld">2</span> metaph., [[fluctuating]], [[unsettled]], οὐσία Plu.2.268d; <b class="b3">ὀλισθηρὰν καὶ ῥ. εἰς ἅπαντα τὴν πολυπραγμοσύνην ποιοῦντες</b> ib.522a. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 10:33, 25 August 2023
English (LSJ)
ῥευστή, ῥευστόν,
A in a state of flux, flowing, ἔργα Emp.121.3; ἡ ὕλη Arist.Fr.207, S.E.P.1.217, Porph.Antr.5; of time flowing away, Ath.Mech.3.10.
2 metaph., fluctuating, unsettled, οὐσία Plu.2.268d; ὀλισθηρὰν καὶ ῥ. εἰς ἅπαντα τὴν πολυπραγμοσύνην ποιοῦντες ib.522a.
German (Pape)
[Seite 838] geflossen, flüssig, übh. nicht fest, dah. übtr. = in steter Bewegung, schwankend, unbeständig, fluxus; ὀλισθηρὰν καὶ ῥευστὴν εἰς ἅπαντα τὴν πολυπραγμοσύνην ποιεῖν, Plut. de curios. 13; καὶ μεταβλητά, Adv. Colot. 16, öfter; ὕλη, S. Emp. pyrrh. 1, 217.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui coule ; fig. fugitif, inconstant.
Étymologie: adj. verb. de ῥέω.
Greek Monolingual
-ή, -ό / ῥευστός, -ή, -όν, ΝΑ
1. αυτός που έχει την ιδιότητα να ρέει, που δεν έχει σταθερό σχήμα ή όγκο
2. μτφ. ασταθής, ευμετάβλητος («η κατάσταση στις μέρες μας είναι ρευστή»)
νεοελλ.
1. το ουδ. ως ουσ. το ρευστό
α) φυσ. συνοπτική ονομασία τών υγρών ή αέριων σωμάτων, οι δομικές μονάδες τών οποίων έλκονται με χαλαρές, σχετικά, δυνάμεις, με συνέπεια να είναι δυνατόν να ολισθαίνουν ελεύθερα η μία σε σχέση με την άλλη ή να μετατοπίζονται ανεξάρτητα η μία από την άλλη, έτσι ώστε τα σώματα αυτά να αποκτούν το σχήμα του δοχείου που τά περιέχει
β) διαθέσιμο χρήμα σε μετρητά («η έλλειψη ρευστού έχει μειώσει την κίνηση στην αγορά»)
2. φρ. α) «τέλειο [ή ιδανικό] ρευστό» — ρευστό χωρίς εσωτερική τριβή
β) «μηχανική ρευστών» — η ρευστομηχανική
γ) «ιξώδες τών ρευστών» — ιδιότητα τών ρευστών, ιδίως τών υγρών, που χαρακτηρίζει τον βαθμό της εσωτερικής τριβής τών μορίων τους
(αρχ) (για τον χρόνο) αυτός που μοιάζει να τρέχει, να κυλάει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Μτγν. επίθ. σχηματισμένο από την απαθή βαθμίδα του ρ. ῥέω με δυσερμήνευτο -σ- (πρβλ. πνευστός)].
Russian (Dvoretsky)
ῥευστός: [adj. verb. к ῥέω I]
1 текучий, жидкий (ὕλη Arst.);
2 изменчивый, непостоянный (οὐσία Plut.);
3 непоседливый, вечно мечущийся: ῥευστὴ εἰς ἅπαντα ἡ πολυπραγμοσύνη Plut. повсюду мечущаяся суетливость.