μεταδήμιος: Difference between revisions
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+) <i>" to "$1 $2 <i>") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=metadimios | |Transliteration C=metadimios | ||
|Beta Code=metadh/mios | |Beta Code=metadh/mios | ||
|Definition= | |Definition=μεταδήμιον, ([[δῆμος]]) [[in the midst of]] or [[among the people]], <b class="b3">μή τι κακὸν μεταδήμιον εἴη</b> no harm be [[among the people]], Od.13.46; [[in the country]], οὐ γὰρ ἔθ' Ἥφαιστος μ. 8.293; <b class="b3">οἶνος μ.</b>, = [[ἐπιχώριος]], D.P. 744. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 10:44, 25 August 2023
English (LSJ)
μεταδήμιον, (δῆμος) in the midst of or among the people, μή τι κακὸν μεταδήμιον εἴη no harm be among the people, Od.13.46; in the country, οὐ γὰρ ἔθ' Ἥφαιστος μ. 8.293; οἶνος μ., = ἐπιχώριος, D.P. 744.
German (Pape)
[Seite 146] mitten im Volke; daheim, zu Hause, Od. 8, 293 οὐ γὰρ ἔθ' Ἥφαιστος μεταδήμιος, ἀλλά που ἤδη οἴχεται; allgemein, μή τι κακὸν μεταδήμιον εἴη, nichts Böses unter dem Volke, welches das Volk trifft, 13, 46; – οἶνος, einheimisch, D. Per. 744.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui existe ou se répand parmi le peuple;
2 qui est dans le pays ou du pays.
Étymologie: μετά, δῆμος.
Russian (Dvoretsky)
μεταδήμιος:
1 находящийся среди (своих) людей, т. е. дома: οὐ γὰρ ἔθ᾽ Ἣφαιστος μ. Hom. Гефеста нет еще дома;
2 постигающий народные массы, народный (κακόν Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
μεταδήμιος: -ον, (δῆμος) ὁ ἐν τῷ μέσῳ τοῦ δήμου, μεταξὺ τοῦ λαοῦ (ὡς τὸ δήμιος, ἐνδήμιος), μήτι κακὸν μεταδήμιον εἴη, νὰ μὴ ἐπέλθῃ κακόν τι εἰς τὸν δῆμον, Ὀδ. Ν. 46· οὐ γὰρ ἔθ’ Ἥφαιστος μεταδήμιος, δὲν ἐπιδημεῖ, δηλ. δὲν εἶναι ἐνταῦθα, Θ. 293· οἶνος μ., = ἐπιχώριος, Διον. Περιηγ. 774. - Καθ’ Ἡσύχ.: «μεταδήμιος· ἔνδημος. τιμητικός».
English (Autenrieth)
(δῆμος): among the people, in the community, Od. 13.46; at home, Od. 8.293.
Greek Monolingual
μεταδήμιος και μετάδημος, -ον (Α)
1. αυτός που βρίσκεται ή συμβαίνει στον λαό («καὶ μή τι κακὸν μεταδήμιον εἴη», Ομ. Οδ.)
2. αυτός που ζει, που βρίσκεται στην πατρίδα του, σε αντιδιαστολή με τον απόδημο
3. (για οίνο) επιχώριος, ντόπιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + δήμιος (< δῆμος), πρβλ. επιδήμιος, πανδήμιος.
Greek Monotonic
μεταδήμιος: -ον (δῆμος), στη μέση ή μεταξύ ανθρώπων, στην πατρίδα του, σε Ομήρ. Οδ.
Middle Liddell
μετα-δήμιος, ον δῆμος
in the midst of or among the people, in the country, Od.