πανδήμιος: Difference between revisions

From LSJ

Πολλοὺς τρέφειν εἴωθε τἀδικήματα → Multos consuevit alere iniuria et nefas → Gar viele sind's, die Unrechttun zu nähren pflegt

Menander, Monostichoi, 445
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (LSJ1 replacement)
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=pandimios
|Transliteration C=pandimios
|Beta Code=pandh/mios
|Beta Code=pandh/mios
|Definition=ον, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[of]] or [[belonging to all the people]], <b class="b3">ἦλθε δ' ἐπὶ πτωχὸς π</b>. [[public]] beggar, <span class="bibl">Od.18.1</span>; <b class="b3">π. ἄγρη</b> a draught [[of all kinds of fish]], AP9.383.2.</span>
|Definition=πανδήμιον, of or [[belonging to all the people]], <b class="b3">ἦλθε δ' ἐπὶ πτωχὸς π.</b> [[public]] beggar, Od.18.1; <b class="b3">π. ἄγρη</b> a draught [[of all kinds of fish]], AP9.383.2.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0458.png Seite 458]] im ganzen Volke, öffentlich, ganz allgemein; [[πτωχός]], Od. 18, 1, wie Maneth. 3, 249; – [[ἦμαρ]], [[ἑορτή]], allgemeiner Festtag, Nonn.; ἄγρη, allgemeiner, reichlicher Fang, Menses Aegypt. (IX, 383, 2).
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0458.png Seite 458]] im ganzen Volke, öffentlich, ganz allgemein; [[πτωχός]], Od. 18, 1, wie Maneth. 3, 249; – [[ἦμαρ]], [[ἑορτή]], allgemeiner Festtag, Nonn.; ἄγρη, allgemeiner, reichlicher Fang, Menses Aegypt. (IX, 383, 2).
}}
{{ls
|lstext='''πανδήμιος''': -ον, ὁ ἀνήκων εἰς σύμπαντα τὸν λαόν, ἢ ὁ ἐξ ὅλου τοῦ λαοῦ, [[δημόσιος]], ἦλθε δ’ ἐπὶ πτωχὸς [[πανδήμιος]], ἐπαιτῶν παρὰ πάντων, [[δημόσιος]] [[ἐπαίτης]], (ὡς οἱ King’s Bedesmen ἐν Σκωτίᾳ), Ὀδ. Σ. 1· π. [[πόλις]], ἡ [[πόλις]] [[μετὰ]] πάντων τῶν κατοίκων αὐτῆς, Σοφ. Ἀντ. 1141· π. [[ἦμαρ]], [[ἡμέρα]] καθ’ ἢν ἑορτάζει [[ἅπας]] ὁ [[δῆμος]], Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω, 10. 22· π. [[ἄγρη]], [[ἄγρα]] παντὸς εἴδους ἰχθύων, Ἀνθ. Π. 9. 383.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui va par tout le peuple : [[πτωχός]] OD qui mendie par tout le peuple, <i>ou pê</i> dans tous les pays.<br />'''Étymologie:''' [[πᾶν]], [[δῆμος]].
|btext=ος, ον :<br />qui va par tout le peuple : [[πτωχός]] OD qui mendie par tout le peuple, <i>ou pê</i> dans tous les pays.<br />'''Étymologie:''' [[πᾶν]], [[δῆμος]].
}}
{{elnl
|elnltext=πανδήμιος -ον [πάνδημος] van het gehele volk, bij het hele volk bekend:. πτωχὸς πανδήμιος dorpsbedelaar Od. 18.1.
}}
{{elru
|elrutext='''πανδήμιος:'''<br /><b class="num">1</b> [[пристающий ко всем или всем известный]] ([[πτωχός]] Hom.);<br /><b class="num">2</b> достаточный для всех, т. е. обильнейший ([[ἄγρη]] Anth.).
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''πανδήμιος:''' -ον, = το επόμ., πτωχὸς [[πανδήμιος]], αυτός που ζητιανεύει σε όλους τους ανθρώπους, [[δημόσιος]] [[επαίτης]], σε Ομήρ. Οδ.· [[πανδήμιος]] [[πόλις]], η πόλη με όλους τους κατοίκους της, σε Σοφ.
|lsmtext='''πανδήμιος:''' -ον, = το επόμ., πτωχὸς [[πανδήμιος]], αυτός που ζητιανεύει σε όλους τους ανθρώπους, [[δημόσιος]] [[επαίτης]], σε Ομήρ. Οδ.· [[πανδήμιος]] [[πόλις]], η πόλη με όλους τους κατοίκους της, σε Σοφ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''πανδήμιος:'''<br /><b class="num">1)</b> пристающий ко всем или всем известный ([[πτωχός]] Hom.);<br /><b class="num">2)</b> достаточный для всех, т. е. обильнейший ([[ἄγρη]] Anth.).
|lstext='''πανδήμιος''': -ον, ὁ ἀνήκων εἰς σύμπαντα τὸν λαόν, ἢ ὁ ἐξ ὅλου τοῦ λαοῦ, [[δημόσιος]], ἦλθε δ’ ἐπὶ πτωχὸς [[πανδήμιος]], ἐπαιτῶν παρὰ πάντων, [[δημόσιος]] [[ἐπαίτης]], (ὡς οἱ King’s Bedesmen ἐν Σκωτίᾳ), Ὀδ. Σ. 1· π. [[πόλις]], ἡ [[πόλις]] μετὰ πάντων τῶν κατοίκων αὐτῆς, Σοφ. Ἀντ. 1141· π. [[ἦμαρ]], [[ἡμέρα]] καθ’ ἢν ἑορτάζει [[ἅπας]] ὁ [[δῆμος]], Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω, 10. 22· π. [[ἄγρη]], [[ἄγρα]] παντὸς εἴδους ἰχθύων, Ἀνθ. Π. 9. 383.
}}
{{elnl
|elnltext=πανδήμιος -ον [πάνδημος] van het gehele volk, bij het hele volk bekend:. πτωχὸς πανδήμιος dorpsbedelaar Od. 18.1.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[πανδήμιος]], ον, = [[πάνδημος]]<br />πτωχὸς [[πανδήμιος]] one who begs of all [[people]], a [[public]] [[beggar]], Od.; π. [[πόλις]] the [[city]] with all its [[people]], Soph.
|mdlsjtxt=[[πανδήμιος]], ον, = [[πάνδημος]]<br />πτωχὸς [[πανδήμιος]] one who begs of all [[people]], a [[public]] [[beggar]], Od.; π. [[πόλις]] the [[city]] with all its [[people]], Soph.
}}
}}

Latest revision as of 10:56, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πανδήμιος Medium diacritics: πανδήμιος Low diacritics: πανδήμιος Capitals: ΠΑΝΔΗΜΙΟΣ
Transliteration A: pandḗmios Transliteration B: pandēmios Transliteration C: pandimios Beta Code: pandh/mios

English (LSJ)

πανδήμιον, of or belonging to all the people, ἦλθε δ' ἐπὶ πτωχὸς π. public beggar, Od.18.1; π. ἄγρη a draught of all kinds of fish, AP9.383.2.

German (Pape)

[Seite 458] im ganzen Volke, öffentlich, ganz allgemein; πτωχός, Od. 18, 1, wie Maneth. 3, 249; – ἦμαρ, ἑορτή, allgemeiner Festtag, Nonn.; ἄγρη, allgemeiner, reichlicher Fang, Menses Aegypt. (IX, 383, 2).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui va par tout le peuple : πτωχός OD qui mendie par tout le peuple, ou pê dans tous les pays.
Étymologie: πᾶν, δῆμος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πανδήμιος -ον [πάνδημος] van het gehele volk, bij het hele volk bekend:. πτωχὸς πανδήμιος dorpsbedelaar Od. 18.1.

Russian (Dvoretsky)

πανδήμιος:
1 пристающий ко всем или всем известный (πτωχός Hom.);
2 достаточный для всех, т. е. обильнейший (ἄγρη Anth.).

English (Autenrieth)

belonging to all the people (the town), public, common, Od. 18.1†.

Greek Monolingual

και δωρ. τ. πανδάμιος, -ον, Α πάνδημος
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ολόκληρο τον λαό, κοινός, δημόσιος
2. αυτός που γίνεται με τη συμμετοχή ολόκληρου του λαού, παλλαϊκός
3. φρ. α) «πανδήμιος πόλις» — η πόλη με όλους τους κατοίκους της
β) «πανδήμιος ἄγρη» — ψάρεμα κάθε είδους ιχθύων
γ) «πανδήμιον ἦμαρ» — ημέρα κατά τη διάρκεια της οποίας ολόκληρος ο λαός πανηγυρίζει.

Greek Monotonic

πανδήμιος: -ον, = το επόμ., πτωχὸς πανδήμιος, αυτός που ζητιανεύει σε όλους τους ανθρώπους, δημόσιος επαίτης, σε Ομήρ. Οδ.· πανδήμιος πόλις, η πόλη με όλους τους κατοίκους της, σε Σοφ.

Greek (Liddell-Scott)

πανδήμιος: -ον, ὁ ἀνήκων εἰς σύμπαντα τὸν λαόν, ἢ ὁ ἐξ ὅλου τοῦ λαοῦ, δημόσιος, ἦλθε δ’ ἐπὶ πτωχὸς πανδήμιος, ἐπαιτῶν παρὰ πάντων, δημόσιος ἐπαίτης, (ὡς οἱ King’s Bedesmen ἐν Σκωτίᾳ), Ὀδ. Σ. 1· π. πόλις, ἡ πόλις μετὰ πάντων τῶν κατοίκων αὐτῆς, Σοφ. Ἀντ. 1141· π. ἦμαρ, ἡμέρα καθ’ ἢν ἑορτάζει ἅπαςδῆμος, Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω, 10. 22· π. ἄγρη, ἄγρα παντὸς εἴδους ἰχθύων, Ἀνθ. Π. 9. 383.

Middle Liddell

πανδήμιος, ον, = πάνδημος
πτωχὸς πανδήμιος one who begs of all people, a public beggar, Od.; π. πόλις the city with all its people, Soph.