σφαιρεύς: Difference between revisions
ὅτι τίς ὁ ἄνθρωπος, ὃς ἐπελεύσεται ὀπίσω τῆς βουλῆς τὰ ὅσα ἐποίησεν αὐτήν; (Ecclesiastes 2:12, LXX version) → for who is the man who, after following his own plan, will find wisdom (in) everything he has done?
(11) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(8 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=sfaireys | |Transliteration C=sfaireys | ||
|Beta Code=sfaireu/s | |Beta Code=sfaireu/s | ||
|Definition=έως, ὁ, a Spartan youth, between | |Definition=-έως, ὁ, a [[Spartan]] [[youth]], between [[ἐφηβεία]] and [[manhood]], Paus.3.14.6, ''IG''5(1).566, 674, al.; prob. from his then beginning to use the boxing-gloves ([[σφαῖρα]] 4). | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''σφαιρεύς''': έως, ὁ, ἐν Σπάρτῃ οἱ νέοι οἱ ἐκ τῆς ἐφηβικῆς ἡλικίας μεταβαίνοντες εἰς τὴν τῶν ἀνδρῶν ἐκαλοῦντο σφαιρεῖς, «σφαιρεῖς· οἱ δέ εἰσιν οἱ ἐκ τῶν ἐφήβων ἐς ἄνδρας ἀρχόμενοι συντελεῖν» Παυσ. 3. 14, 6, Συλλ. Ἐπιγρ. 1386, 1432· -πιθανῶς ἐκ τοῦ ὅτι [[τότε]] κατὰ πρῶτον ἐποιοῦντο χρῆσιν τῶν πυκτευτικῶν σφαιρῶν ([[σφαῖρα]] Ι. 4), ἢ [[τότε]] κατὰ πρῶτον ἐλάμβανον [[μέρος]] εἰς παιδιάν τινα σφαίρας, πρβλ. Müller Dor 4. 5, § 2. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-έως, ὁ, Α<br />[[νεαρός]] [[Σπαρτιάτης]] που βρισκόταν στην [[μεταξύ]] εφήβου και άνδρα [[ηλικία]] και ο [[οποίος]] ονομάστηκε [[έτσι]], [[επειδή]] [[τότε]] για πρώτη [[φορά]] χρησιμοποιούσε σφαίρες πυγμαχίας ή έπαιρνε [[μέρος]] σε παιχνίδια αντισφαίρισης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σφαῖρα]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>εύς</i> ([[πρβλ]]. [[φορεύς]])]. | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ὁ, <i>[[Benennung]] der erwachsenen [[Jünglinge]] in [[Sparta]]</i>, [[vielleicht]] von der [[σφαῖρα]] der [[Faustkämpfer]], Paus. 3.14.6. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:59, 25 August 2023
English (LSJ)
-έως, ὁ, a Spartan youth, between ἐφηβεία and manhood, Paus.3.14.6, IG5(1).566, 674, al.; prob. from his then beginning to use the boxing-gloves (σφαῖρα 4).
Greek (Liddell-Scott)
σφαιρεύς: έως, ὁ, ἐν Σπάρτῃ οἱ νέοι οἱ ἐκ τῆς ἐφηβικῆς ἡλικίας μεταβαίνοντες εἰς τὴν τῶν ἀνδρῶν ἐκαλοῦντο σφαιρεῖς, «σφαιρεῖς· οἱ δέ εἰσιν οἱ ἐκ τῶν ἐφήβων ἐς ἄνδρας ἀρχόμενοι συντελεῖν» Παυσ. 3. 14, 6, Συλλ. Ἐπιγρ. 1386, 1432· -πιθανῶς ἐκ τοῦ ὅτι τότε κατὰ πρῶτον ἐποιοῦντο χρῆσιν τῶν πυκτευτικῶν σφαιρῶν (σφαῖρα Ι. 4), ἢ τότε κατὰ πρῶτον ἐλάμβανον μέρος εἰς παιδιάν τινα σφαίρας, πρβλ. Müller Dor 4. 5, § 2.
Greek Monolingual
-έως, ὁ, Α
νεαρός Σπαρτιάτης που βρισκόταν στην μεταξύ εφήβου και άνδρα ηλικία και ο οποίος ονομάστηκε έτσι, επειδή τότε για πρώτη φορά χρησιμοποιούσε σφαίρες πυγμαχίας ή έπαιρνε μέρος σε παιχνίδια αντισφαίρισης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σφαῖρα + κατάλ. -εύς (πρβλ. φορεύς)].
German (Pape)
ὁ, Benennung der erwachsenen Jünglinge in Sparta, vielleicht von der σφαῖρα der Faustkämpfer, Paus. 3.14.6.