ὑράξ: Difference between revisions
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
(6_6) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(8 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=yraks | |Transliteration C=yraks | ||
|Beta Code=u(ra/c | |Beta Code=u(ra/c | ||
|Definition=Adv. | |Definition=Adv. [[promiscuously]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]; Aeol. [[ὔρραξ]] Theognost. ''Can.'' 23, interpol. in Suid. ὕργα· [[πτύον]], Theognost.''Can.''23: cf. [[ὕριγγα]]. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑράξ''': ἐπίρρ., «[[μίγδην]], ἀναμὶξ» Ἡσύχ.: Αἰολ. ὕρραξ Θεογνώστου Κανόνες σ. 23, Σουΐδ.· ἴδε Λοβεκ. Παραλ. 77. (Πρβλ. [[σύρω]], [[φύρω]]). | |lstext='''ὑράξ''': ἐπίρρ., «[[μίγδην]], ἀναμὶξ» Ἡσύχ.: Αἰολ. ὕρραξ Θεογνώστου Κανόνες σ. 23, Σουΐδ.· ἴδε Λοβεκ. Παραλ. 77. (Πρβλ. [[σύρω]], [[φύρω]]). | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και αιολ. τ. ὔρραξ Α<br /><b>επίρρ.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[μίγδην]], ἀναμείξ».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. επίρρ. με κατάλ. -<i>άξ</i> ([[πρβλ]]. [[εὐράξ]], [[πατάξ]]). Η λ. θα μπορούσε ίσως να θεωρηθεί [[άλλος]] τ. του [[εὐράξ]], ενώ η [[σύνδεση]] με τον τ. [[ὕραξ]] «τρωκτικόμορφο θηλαστικό» δεν θεωρείται πιθανή]. | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=adv., <i>[[vermischt]], [[untereinander]]</i>, Hesych. und Suid. (von [[σύρω]] od. [[φύρω]] [[abgeleitet]]). | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:02, 25 August 2023
English (LSJ)
Adv. promiscuously, Hsch.; Aeol. ὔρραξ Theognost. Can. 23, interpol. in Suid. ὕργα· πτύον, Theognost.Can.23: cf. ὕριγγα.
Greek (Liddell-Scott)
ὑράξ: ἐπίρρ., «μίγδην, ἀναμὶξ» Ἡσύχ.: Αἰολ. ὕρραξ Θεογνώστου Κανόνες σ. 23, Σουΐδ.· ἴδε Λοβεκ. Παραλ. 77. (Πρβλ. σύρω, φύρω).
Greek Monolingual
και αιολ. τ. ὔρραξ Α
επίρρ. (κατά τον Ησύχ.) «μίγδην, ἀναμείξ».
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. επίρρ. με κατάλ. -άξ (πρβλ. εὐράξ, πατάξ). Η λ. θα μπορούσε ίσως να θεωρηθεί άλλος τ. του εὐράξ, ενώ η σύνδεση με τον τ. ὕραξ «τρωκτικόμορφο θηλαστικό» δεν θεωρείται πιθανή].
German (Pape)
adv., vermischt, untereinander, Hesych. und Suid. (von σύρω od. φύρω abgeleitet).