ἐπιπλάζομαι: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=epiplazomai
|Transliteration C=epiplazomai
|Beta Code=e)pipla/zomai
|Beta Code=e)pipla/zomai
|Definition=fut. <b class="b3">-πλάγξομαι</b>: aor. I <b class="b3">ἐπεπλάγχθην</b>:—<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[wander about]] [[over]], πόντον ἐπιπλαγχθείς <span class="bibl">Od.8.14</span>; πόντον ἐπιπλάγξεσθαι <span class="bibl">A.R.3.1066</span>:—later in Act., <span class="bibl">Nic.<span class="title">Al.</span>127</span>.</span>
|Definition=fut. -πλάγξομαι: aor. I [[ἐπεπλάγχθην]]:—[[wander about]] [[over]], πόντον ἐπιπλαγχθείς Od.8.14; πόντον ἐπιπλάγξεσθαι A.R.3.1066:—later in Act., Nic.''Al.''127.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπιπλάζομαι:''' (по чему-л.) блуждать, носиться (πόντον ἐπιπλαγχθείς Hom.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 20: Line 23:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπιπλάζομαι:''' μέλ. -[[πλάγξομαι]], αόρ. αʹ <i>ἐπεπλάγχθην</i> — Παθ., περιπλανιέμαι, περιφέρομαι πάνω από, <i>πόντον ἐπιπλαγχθείς</i>, σε Ομήρ. Οδ.
|lsmtext='''ἐπιπλάζομαι:''' μέλ. -[[πλάγξομαι]], αόρ. αʹ <i>ἐπεπλάγχθην</i> — Παθ., περιπλανιέμαι, περιφέρομαι πάνω από, <i>πόντον ἐπιπλαγχθείς</i>, σε Ομήρ. Οδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπιπλάζομαι:''' (по чему-л.) блуждать, носиться (πόντον ἐπιπλαγχθείς Hom.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. -[[πλάγξομαι]] aor1 ἐπεπλάγχθην<br />Pass.:— to [[wander]] [[about]] [[over]], πόντον ἐπιπλαγχθείς Od.
|mdlsjtxt=fut. -[[πλάγξομαι]] aor1 ἐπεπλάγχθην<br />Pass.:— to [[wander]] [[about]] [[over]], πόντον ἐπιπλαγχθείς Od.
}}
}}

Latest revision as of 11:03, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιπλάζομαι Medium diacritics: ἐπιπλάζομαι Low diacritics: επιπλάζομαι Capitals: ΕΠΙΠΛΑΖΟΜΑΙ
Transliteration A: epiplázomai Transliteration B: epiplazomai Transliteration C: epiplazomai Beta Code: e)pipla/zomai

English (LSJ)

fut. -πλάγξομαι: aor. I ἐπεπλάγχθην:—wander about over, πόντον ἐπιπλαγχθείς Od.8.14; πόντον ἐπιπλάγξεσθαι A.R.3.1066:—later in Act., Nic.Al.127.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιπλάζομαι: (по чему-л.) блуждать, носиться (πόντον ἐπιπλαγχθείς Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιπλάζομαι: μέλλ. -πλάγξομαι: ἀόρ. ἐπεπλάγχθην, Παθ. Περιπλανῶμαι, περιφέρομαι ἐπί τινος, πόντον ἐπιπλαγχθεὶς Ὀδ. Θ. 14· πόντον ἐπιπλάγξασθαι Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1066. - Τὸ ἐνεργ. κεῖται ἐπὶ τῆς αὐτῆς ἐννοίας παρὰ τῷ Νικ. ἐν Ἀλεξιφ. 127.

English (Autenrieth)

aor. pass. part. -πλαγχθείς: drift over; πόντον, Od. 8.14†.

Greek Monolingual

ἐπιπλάζομαι (Α) πλάζομαι
1. περιπλανιέμαι, περιφέρομαι («πόντον ἐπιπλαγχθείς», Ομ. Οδ.)
2. ενεργ. ἐπιπλάζω
επιπλήσσω, επιτιμώ, ελέγχω.

Greek Monotonic

ἐπιπλάζομαι: μέλ. -πλάγξομαι, αόρ. αʹ ἐπεπλάγχθην — Παθ., περιπλανιέμαι, περιφέρομαι πάνω από, πόντον ἐπιπλαγχθείς, σε Ομήρ. Οδ.

Middle Liddell

fut. -πλάγξομαι aor1 ἐπεπλάγχθην
Pass.:— to wander about over, πόντον ἐπιπλαγχθείς Od.